φαρμακόω: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(όω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />[[empoisonner]].<br />'''Étymologie:''' [[φάρμακον]].
|btext=[[φαρμακῶ]] :<br />[[empoisonner]].<br />'''Étymologie:''' [[φάρμακον]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 21:45, 19 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκόω Medium diacritics: φαρμακόω Low diacritics: φαρμακόω Capitals: ΦΑΡΜΑΚΟΩ
Transliteration A: pharmakóō Transliteration B: pharmakoō Transliteration C: farmakoo Beta Code: farmako/w

English (LSJ)

A medicate, φαρμακώσαισ' ἀντίτομα ὀδυνᾶν having endued them with healing power against pains, Pi.P.4.221.
II in Pass., to be poisoned, μελίκρατον πεφαρμακωμένον Plu.2.768d; of an arrow, Dsc.Eup.2.144 (v.l.).
2 to be bewitched, POxy.1477.20 (iii/iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 1257] = φαρμάσσω, φαρμακεύω, vergiften; aber ἐλαίῳ φαρμακώσαισα ἀντίτομα ist = mit Oel heilkräftig mischend, Pind. P. 4, 221; Sp.

French (Bailly abrégé)

φαρμακῶ :
empoisonner.
Étymologie: φάρμακον.

Russian (Dvoretsky)

φαρμᾰκόω:
1 отравлять: μελίκρατον πεφαρμακωμένον Plut. отравленная смесь меда с молоком;
2 (о снадобье), смешивать, приготовлять, (ἀντίτομα σὺν ἐλαίῳ Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκόω: ἀναμιγνύω μετὰ φαρμάκου, σὺν δ’ ἐλαίῳ φαρμακώσαισ’ ἀντίτομα ὀδυνᾶν δῶκε χρίεσθαι, μίξασα μετ’ ἐλαίου ἀλεξιφάρμακα ὀδυνῶν ἔδωκεν ἡ Μήδεια τῷ Ἰάσονι χρίεσθαι, Πινδ. Π. 4. 393· πεφαρμακωμένον μελίκρατον Πλούτ. 768C. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ἐμβάπτομαι εἰς δηλητήριον, τοὺς τρωθέντας ὑπὸ βέλους φαρμακωθέντος Διοσκ. περὶ Εὐπορ. 2. 140. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, μὴ φαρμακωθεὶς ἀποθάνῃ Μοσχόπ. π. Σχεδῶν ἐν λέξ. ἐξενεγκεῖν.

English (Slater)

φαρμᾰκόω compound σὺν δ' ἐλαίῳ φαρμακώσαισ ἀντίτομα στερεᾶν ὀδυνᾶν (sc. Μέδοισα) (P. 4.221)

Greek Monotonic

φαρμᾰκόω: μέλ. -ώσω, χαρίζω θεραπευτική δύναμη, σε Πίνδ.

Middle Liddell

φαρμᾰκόω, fut. -ώσω
to endue with healing power, Pind.