λάρυγγας: Difference between revisions
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
(22) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[λάρυγξ]], | |mltxt=ο (AM [[λάρυγξ]], λάρυγγος)<br /> ουσιώδες όργανο της φώνησης στο άνω μεσαίο [[τμήμα]] του τραχήλου [[εμπρός]] από τον φάρυγγα, το οποίο επιτρέπει την είσοδο του αέρα στην [[τραχεία]], με την οποία και συνέχεται («τὰ μὲν οὖν φωνήεντα ἡ φωνὴ καὶ ὁ [[λάρυγξ]] ἀφίησι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>ζωολ.</b> το σκελετικό [[στήριγμα]] της γλωττιδικής περιοχής των ζώων<br /> (μσν. -αρχ.) ο [[φάρυγγας]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> η [[τραχεία]] [[αρτηρία]]<br /> <b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[λαίμαργος]]<br /> <b>3.</b> <b>φρ.</b> «γλυκὺς [[λάρυγξ]]» — [[ομιλία]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. να έχει σχηματιστεί με συμφυρμό των τ. [[φάρυγξ]] και [[λαιμός]]. Η [[ομοιότητα]], [[πάντως]], της δεύτερης συλλαβής -<i>ρυγξ</i> και στους δύο τ. με το εκφραστικό έρρινο [[σύμφωνο]] [[είναι]] χαρακτηριστική. Κατ' άλλους, ο τ. ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>lr</i> της ινδ. ρίζας (<i>s</i>)<i>ler</i>- και συνδέεται με λατ. <i>lurco</i> «[[φαγάς]], [[λαίμαργος]]» και μσν. γερμ. <i>slarc</i> «[[λάρυγξ]]».<br /> <b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λαρύγγι]], [[λαρυγγίζω]], [[λαρυγγικός]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> [[λαρυγγός]]<br /> <b>αρχ.-μσν.</b><br /> [[λαρυγγιώ]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <i>λαρυγγιώδης</i>.<br /> <b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[λαρυγγόφωνος]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> [[λαρυγγοτομώ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:39, 21 March 2024
Greek Monolingual
ο (AM λάρυγξ, λάρυγγος)
ουσιώδες όργανο της φώνησης στο άνω μεσαίο τμήμα του τραχήλου εμπρός από τον φάρυγγα, το οποίο επιτρέπει την είσοδο του αέρα στην τραχεία, με την οποία και συνέχεται («τὰ μὲν οὖν φωνήεντα ἡ φωνὴ καὶ ὁ λάρυγξ ἀφίησι», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ζωολ. το σκελετικό στήριγμα της γλωττιδικής περιοχής των ζώων
(μσν. -αρχ.) ο φάρυγγας
αρχ.
1. η τραχεία αρτηρία
2. (για πρόσ.) λαίμαργος
3. φρ. «γλυκὺς λάρυγξ» — ομιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. να έχει σχηματιστεί με συμφυρμό των τ. φάρυγξ και λαιμός. Η ομοιότητα, πάντως, της δεύτερης συλλαβής -ρυγξ και στους δύο τ. με το εκφραστικό έρρινο σύμφωνο είναι χαρακτηριστική. Κατ' άλλους, ο τ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα lr της ινδ. ρίζας (s)ler- και συνδέεται με λατ. lurco «φαγάς, λαίμαργος» και μσν. γερμ. slarc «λάρυγξ».
ΠΑΡ. λαρύγγι, λαρυγγίζω, λαρυγγικός
αρχ.
λαρυγγός
αρχ.-μσν.
λαρυγγιώ
νεοελλ.
λαρυγγιώδης.
ΣΥΝΘ. λαρυγγόφωνος
αρχ.
λαρυγγοτομώ].