θρασύμαχος: Difference between revisions
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (elru replacement) |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θρᾰσύμᾰχος:''' (ῠ) | |elrutext='''θρᾰσύμᾰχος:''' (ῠ) храбрый в бою Arst. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 22:08, 21 March 2024
English (LSJ)
θρασύμαχον, bold in battle, Arist.Rh.1400b20: as pr. n., Thrasymachus:—hence Adj. θρασυμάχειος, α, ον, ἑρμηνεία style of T., D.H.Dem.3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
hardi dans le combat.
Étymologie: θρασύς, μάχη.
Russian (Dvoretsky)
θρᾰσύμᾰχος: (ῠ) храбрый в бою Arst.
Greek (Liddell-Scott)
θρασύμᾰχος: -ον, ὁ μετὰ θράσους μαχόμενος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 29.
Greek Monolingual
θρασύμαχος, -ον (Α)
αυτός που μάχεται με τόλμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -μαχος < μάχομαι (πρβλ. θεομάχος, μονομάχος)].
Greek Monotonic
θρασύμᾰχος: -ον (μάχομαι), ο γενναίος στο πεδίο της μάχης, σε Αριστ.