κολοσσιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kolossiaios
|Transliteration C=kolossiaios
|Beta Code=kolossiai=os
|Beta Code=kolossiai=os
|Definition=α, ον, [[colossal]], D.S.11.72 (-ττ-), al.; κ. μεγέθη Ph. 1.2; κ. τὸ μέγεθος Luc.''Herm.''71; <b class="b3">κ. ἄγαλμα, ἀνδριάς</b>, Hdn.1.15.9, ''BGU''362 vi 5 (iii A.D.).
|Definition=α, ον, [[colossal]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]11.72 (-ττ-), al.; κ. μεγέθη Ph. 1.2; κ. τὸ μέγεθος Luc.''Herm.''71; <b class="b3">κ. ἄγαλμα, ἀνδριάς</b>, Hdn.1.15.9, ''BGU''362 vi 5 (iii A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:35, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολοσσιαῖος Medium diacritics: κολοσσιαῖος Low diacritics: κολοσσιαίος Capitals: ΚΟΛΟΣΣΙΑΙΟΣ
Transliteration A: kolossiaîos Transliteration B: kolossiaios Transliteration C: kolossiaios Beta Code: kolossiai=os

English (LSJ)

α, ον, colossal, D.S.11.72 (-ττ-), al.; κ. μεγέθη Ph. 1.2; κ. τὸ μέγεθος Luc.Herm.71; κ. ἄγαλμα, ἀνδριάς, Hdn.1.15.9, BGU362 vi 5 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1475] einem Kolossus ähnlich an Größe, colossal; Luc. Hermot. 71 u. öfter; ἀνδριάς D. Sic. 11, 72 u. a. Sp.; κολοσσαῖος ist s. L., vgl. Lob. Phryn. 542.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de colosse, colossal.
Étymologie: κολοσσός.

Russian (Dvoretsky)

κολοσσιαῖος: колоссальный, огромный (ἀνδριάς Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

κολοσσιαῖος: (οὐδέποτε κολοσσαῖος, Λοβ. εἰς Φρύν. 542), α, ον, κολοσσοῦ μέγεθος ἔχων, Διόδ. 11. 72, κτλ.

Greek Monolingual

και κολοσσαίος, -α, -ο (Α κολοσσιαῖος, -αία, -ον) αυτός που έχει το μέγεθος κολοσσού, υπερμεγέθης, πελώριος («κολοσσιαῖον ἀνδριάντα ἐπίχρυσον», Φίλ.)
νεοελλ.
πολύ μεγάλος («κολοσσιαία δύναμη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοσσός + επίθημα -αῖος / -ιαῖος (πρβλ. πηγ-αίος / μηρ-ιαίος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολοσσιαῖος -α -ον [κολοσσός] kolossaal.