ῥηγεύς: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0839.png Seite 839]] ὁ, [[Färber]], Schol. Il. 9, 661.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0839.png Seite 839]] ὁ, [[Färber]], Schol. Il. 9, 661.
}}
{{grml
|mltxt=[[ῥηγεύς]] και [[ῥαγεύς]] και [[ῥεγεύς]] και [[ῥογεύς]], ῥηγέως, ὁ, Α<br />[[βαφέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ῥεγ-εύς</i> έχει σχηματιστεί από το θ. <i>ῥεγ</i>- του [[ῥέζω]](ΙΙ) «[[βάφω]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέγ</i>-<i>jω</i>) με [[επίθημα]] -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[παγεύς]]). Παράλληλα με τον τ. [[ῥεγεύς]], μαρτυρούνται και οι τ.: <i>ῥαγεύς</i> (<b>πρβλ.</b> και λ. [[χρυσοραγές]]), [[ῥηγεύς]] (<b>πρβλ.</b> λ. [[ῥῆγος]]) και [[ῥογεύς]] (με φωνηεντισμό -<i>ο</i>-)].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥηγεύς''': ῥηγέως, ὁ, ([[ῥῆγος]]) [[βαφεύς]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 661 (657), Ἡσύχ.
|lstext='''ῥηγεύς''': ῥηγέως, ὁ, ([[ῥῆγος]]) [[βαφεύς]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 661 (657), Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=και ῥαγεύς και [[ῥεγεύς]] και [[ῥογεύς]], -έως, ὁ, Α<br />[[βαφέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ῥεγ-εύς</i> έχει σχηματιστεί από το θ. <i>ῥεγ</i>- του [[ῥέζω]](ΙΙ) «[[βάφω]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέγ</i>-<i>jω</i>) με [[επίθημα]] -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[παγεύς]]). Παράλληλα με τον τ. [[ῥεγεύς]], μαρτυρούνται και οι τ.: <i>ῥαγεύς</i> (<b>πρβλ.</b> και λ. [[χρυσοραγές]]), [[ῥηγεύς]] (<b>πρβλ.</b> λ. [[ῥῆγος]]) και [[ῥογεύς]] (με φωνηεντισμό -<i>ο</i>-)].
}}
}}
{{trml
{{trml

Latest revision as of 13:02, 31 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥηγεύς Medium diacritics: ῥηγεύς Low diacritics: ρηγεύς Capitals: ΡΗΓΕΥΣ
Transliteration A: rhēgeús Transliteration B: rhēgeus Transliteration C: rigeys Beta Code: r(hgeu/s

English (LSJ)

ῥηγέως, ὁ, (ῥῆγος) dyer, Sch.Il.9.661, Hsch.

German (Pape)

[Seite 839] ὁ, Färber, Schol. Il. 9, 661.

Greek Monolingual

ῥηγεύς και ῥαγεύς και ῥεγεύς και ῥογεύς, ῥηγέως, ὁ, Α
βαφέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥεγ-εύς έχει σχηματιστεί από το θ. ῥεγ- του ῥέζω(ΙΙ) «βάφω» (< ῥέγ-) με επίθημα -εύς (πρβλ. παγεύς). Παράλληλα με τον τ. ῥεγεύς, μαρτυρούνται και οι τ.: ῥαγεύς (πρβλ. και λ. χρυσοραγές), ῥηγεύς (πρβλ. λ. ῥῆγος) και ῥογεύς (με φωνηεντισμό -ο-)].

Greek (Liddell-Scott)

ῥηγεύς: ῥηγέως, ὁ, (ῥῆγος) βαφεύς, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 661 (657), Ἡσύχ.

Translations

dyer

Albanian: bojaxhi; Arabic: صَبَّاغ‎, صَبَّاغَة‎; Armenian: ներկարար; Belarusian: фарбавальшчык, фарбавальшчыца; Bulgarian: бояджия, бояджийка; Catalan: tintorer; Czech: barvíř, barvířka, barvič, barvička; Dutch: verver; Esperanto: kolorigisto; Finnish: värjäri; French: teinturier, teinturière; Galician: tintureiro; German: Färber, Färberin; Ancient Greek: ἁλουργός, βαλαυστιουργός, βάπτρια, βαφεύς, βάφισσα, δευσοποιός, ἰνδικοπλάστης, κογχιστής, ῥεγεύς, ῥεγιστήρ, ῥεγιστής, ῥηγεύς, ῥογεύς, χρωματουργός; Hindi: रंगरेज़; Hungarian: kelmefestő; Irish: clódóir, ruaimneoir; Latin: tinctor, infector; Macedonian: бојаџија; Maori: kaitāwai; Polish: farbiarz, farbiarka, barwiarz, barwiarka; Portuguese: tintureiro; Romanian: vopsitor, vopsitoare, boiangiu; Russian: красильщик, красильщица; Slovak: farbiar, farbiarka; Spanish: tintorero, tintorera; Turkish: boyacı; Ukrainian: фарбар, фарбарка, красильник, красильниця, фарбувальник, фарбувальниця; Welsh: lliwydd