υδράργυρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑδράργυρος]], ΝΜΑ, και διαλ. τ. [[διάργυρος]] και διάδιαρος Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>χημ.</b> [[υγρό]] μεταλλικό χημικό [[στοιχείο]] που έχει [[χρώμα]] αργύρου, [[σύμβολο]] Hg, ατομικό αριθμό 80 και ατομικό [[βάρος]] 200,61 και ανήκει στην [[ομάδα]] ΙΙb, [[δηλαδή]] στην [[ομάδα]] του ψευδαργύρου, του περιοδικού συστήματος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «διχλωριούχος [[υδράργυρος]]»<br />(χημ.-φαρμ.) χημική [[ένωση]], ισχυρό και κλασικό [[δηλητήριο]], γνωστό με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[σουμπλιμέ]]<br />β) «[[θειούχος]] [[υδράργυρος]]»<br /><b>χημ.</b> χημική [[ένωση]] που απαντά υπό δύο μορφές, μία κόκκινη και μία μαύρη, από τις οποίες η τελευταία απαντά στη [[φύση]] με τη [[μορφή]] του ορυκτού [[μετακιννάβαρι]]<br />γ) «[[κροτικός]] [ή [[βροντώδης]]] [[υδράργυρος]]»<br /><b>χημ.</b> εκρηκτικό [[σώμα]] πρωτογενούς εκρήξεως που χρησιμοποιήθηκε επί μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]] ως εναυσματικό [[μέσο]] της πυρίτιδας<br />δ) «[[χλωριούχος]] [[υδράργυρος]]»<br />i) <b>χημ.</b> άοσμο και άχρωμο στερεό, πολύ τοξικό, με [[πάρα]] πολλές εφαρμογές, γνωστό και ως [[άχνη]] υδραργύρου<br />ii) <b>(ορυκτ.)</b> χλωριούχο [[ορυκτό]] του υδραργύρου, που σχηματίζεται από [[εξαλλοίωση]] του ορυκτού [[κιννάβαρι]] και άλλων ορυκτών και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στη [[φαρμακευτική]] και χρησιμοποιείται [[ακόμη]], πιο σπάνια, γνωστό και ως καλομέλας<br />ε) «[[λυχνία]] υδραργύρου»<br /><b>τεχνολ.</b> φωτιστική [[συσκευή]] που αποτελείται από γυάλινο [[σωλήνα]] ο [[οποίος]] περιέχει ατμούς υδραργύρου<br />(μσν-αρχ.)<br />το [[μέταλλο]] που λαμβανόταν [[τεχνητώς]] με [[εξαγωγή]] του από το [[ορυκτό]] [[κιννάβαρι]] και ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της ομοιότητας του χρώματός του με το [[χρώμα]] του αργύρου, σε [[αντιδιαστολή]] με τον [[φυσικό]] υδράργυρο, που ονομαζόταν [[χυτός]] [[άργυρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄργυρος]] ([[πρβλ]]. [[διάργυρος]]). Η λ., με τη νεοελλ. της σημ., [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>hydrargyrum</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>hydrargyrus</i> <span style="color: red;"><</span> [[υδράργυρος]])].
|mltxt=ο / [[ὑδράργυρος]], ΝΜΑ, και διαλ. τ. [[διάργυρος]] και διάδιαρος Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>χημ.</b> [[υγρό]] μεταλλικό χημικό [[στοιχείο]] που έχει [[χρώμα]] αργύρου, [[σύμβολο]] Hg, ατομικό αριθμό 80 και ατομικό [[βάρος]] 200,61 και ανήκει στην [[ομάδα]] ΙΙb, [[δηλαδή]] στην [[ομάδα]] του ψευδαργύρου, του περιοδικού συστήματος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «διχλωριούχος [[υδράργυρος]]»<br />(χημ.-φαρμ.) χημική [[ένωση]], ισχυρό και κλασικό [[δηλητήριο]], γνωστό με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[σουμπλιμέ]]<br />β) «[[θειούχος]] [[υδράργυρος]]»<br /><b>χημ.</b> χημική [[ένωση]] που απαντά υπό δύο μορφές, μία κόκκινη και μία μαύρη, από τις οποίες η τελευταία απαντά στη [[φύση]] με τη [[μορφή]] του ορυκτού [[μετακιννάβαρι]]<br />γ) «[[κροτικός]] [ή [[βροντώδης]]] [[υδράργυρος]]»<br /><b>χημ.</b> εκρηκτικό [[σώμα]] πρωτογενούς εκρήξεως που χρησιμοποιήθηκε επί μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]] ως εναυσματικό [[μέσο]] της πυρίτιδας<br />δ) «[[χλωριούχος]] [[υδράργυρος]]»<br />i) <b>χημ.</b> άοσμο και άχρωμο στερεό, πολύ τοξικό, με [[πάρα]] πολλές εφαρμογές, γνωστό και ως [[άχνη]] υδραργύρου<br />ii) <b>(ορυκτ.)</b> χλωριούχο [[ορυκτό]] του υδραργύρου, που σχηματίζεται από [[εξαλλοίωση]] του ορυκτού [[κιννάβαρι]] και άλλων ορυκτών και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στη [[φαρμακευτική]] και χρησιμοποιείται [[ακόμη]], πιο σπάνια, γνωστό και ως καλομέλας<br />ε) «[[λυχνία]] υδραργύρου»<br /><b>τεχνολ.</b> φωτιστική [[συσκευή]] που αποτελείται από γυάλινο [[σωλήνα]] ο [[οποίος]] περιέχει ατμούς υδραργύρου<br />(μσν-αρχ.)<br />το [[μέταλλο]] που λαμβανόταν [[τεχνητώς]] με [[εξαγωγή]] του από το [[ορυκτό]] [[κιννάβαρι]] και ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της ομοιότητας του χρώματός του με το [[χρώμα]] του αργύρου, σε [[αντιδιαστολή]] με τον [[φυσικό]] υδράργυρο, που ονομαζόταν [[χυτός]] [[άργυρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄργυρος]] ([[πρβλ]]. [[διάργυρος]]). Η λ., με τη νεοελλ. της σημ., [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>hydrargyrum</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>hydrargyrus</i> <span style="color: red;"><</span> [[υδράργυρος]])].
}}
{{trml
|trtx====[[mercury]]===
Afrikaans: kwik,; Albanian: mërkur, zhivë, engjëdhi; Arabic: زِئْبَق, زَاؤُوق; Armenian: սնդիկ; Assamese: পাৰা, ৰহ; Asturian: mercuriu; Azerbaijani: civə; Bashkir: терегөмөш; Basque: merkurioa; Belarusian: ртуць; Bengali: পারদ; Breton: merkur, bevargant, arc'hant-bev; Bulgarian: живак; Burmese: ပြဒါး; Catalan: mercuri; Central Melanau: rasak; Chinese Cantonese: 汞, 水銀/水银; Dungan: фийин; Hokkien: 水銀/水银; Mandarin: 汞, 水銀/水银; Chuvash: чӗркӗмӗл; Cornish: arhans; Czech: rtuť; Danish: kviksølv, kviksølver; Dutch: [[kwikzilver]], [[kwik]]; Esperanto: hidrargo; Estonian: elavhõbe; Extremaduran: mercúriu; Faroese: kyksilvur, kviksilvur; Finnish: elohopea; French: [[mercure]], [[vif-argent]]; Friulian: mercuri; Galician: mercurio, hidrarxirio, azougue; Georgian: ვერცხლისწყალი; German: [[Quecksilber]]; Greek: [[υδράργυρος]]; Ancient Greek: [[ὑδράργυρος]], [[ἄργυρος χυτός]]; Hausa: zaiba; Hawaiian: waikālā; Hebrew: כַּסְפִּית; Hindi: पारा, पारद; Hungarian: higany; Icelandic: kvikasilfur; Ido: merkurio; Indonesian: raksa; Ingrian: elävähoppia; Interlingua: mercurio; Irish: mearcair, airgead beo; Italian: [[mercurio]]; Japanese: 水銀; Kannada: ಪಾರಜ, ಪಾದರಸ; Kashubian: tãź; Kazakh: сынап; Khmer: បារត; Korean: 수은(水銀); Kyrgyz: сымап; Lao: ບາຫຼອດ, ບາ; Latin: [[hydrargyrum]], [[argentum vivum]]; Latvian: dzīvsudrabs; Limburgish: kwèk; Lithuanian: gyvsidabris; Luxembourgish: Quecksëlwer; Macedonian: жива; Malagasy: volavelona; Malay: merkuri, raksa, perak cergas, hidrargirum; Malayalam: രസം; Maltese: merkurju; Manchu: ᡨᠣᡥᠣᠯᠣᠨ; ᠮᡠᡴᡝ; Manx: mercur; Mongolian: мөнгөн ус; Nahuatl: atepoztli; Navajo: béésh tózháanii; Norwegian Bokmål: kvikksølv; Nynorsk: kvikksølv, kvikksylv; Occitan: mercuri; Ojibwe: zhooniyaawaaboo; Old English: cwicseolfor; Old Tupi: itaekobé; Ottoman Turkish: جیوه, سیماب; Pashto: پاره; Persian: جیوه, ژیوه, سیماب; Plautdietsch: Kwickselwa; Polish: rtęć, żywe srebro; Portuguese: [[mercúrio]], [[azougue]]; Punjabi: ਪਾਰਾ; Romanian: mercur, hidrargir, argint viu; Russian: [[ртуть]], [[гидраргирум]], [[меркурий]]; Sanskrit: पारद; Scots: mercur; Scottish Gaelic: airgead-beò; Serbo-Croatian Cyrillic: жи̏ва; Roman: žȉva; Slovak: ortuť; Slovene: živo srebro; Sorbian Lower Sorbian: žiwe slobro; Upper Sorbian: žiwe slěbro, dźiwje slěbro; Spanish: [[mercurio]], [[azogue]]; Swahili: zebaki; Swedish: kvicksilver; Tagalog: asoge; Tajik: симоб; Tamil: பாதரசம், தனிமம்; Tatar: терекөмеш; Telugu: పాదరసము; Thai: ปรอท; Tibetan: མེར་ཁུ་རི; Turkish: cıva; Turkmen: simap; Ukrainian: ртуть; Urdu: پارہ; Uyghur: سىماب; Uzbek: simob; Cyrillic: симоб; Veps: artut'; Vietnamese: thuỷ ngân; Volapük: hidrargin, märkurin; Welsh: mercwri; West Frisian: kwik; Yiddish: קוועקזילבער
}}
}}

Revision as of 11:53, 3 April 2024

Greek Monolingual

ο / ὑδράργυρος, ΝΜΑ, και διαλ. τ. διάργυρος και διάδιαρος Ν
νεοελλ.
1. χημ. υγρό μεταλλικό χημικό στοιχείο που έχει χρώμα αργύρου, σύμβολο Hg, ατομικό αριθμό 80 και ατομικό βάρος 200,61 και ανήκει στην ομάδα ΙΙb, δηλαδή στην ομάδα του ψευδαργύρου, του περιοδικού συστήματος
2. φρ. α) «διχλωριούχος υδράργυρος»
(χημ.-φαρμ.) χημική ένωση, ισχυρό και κλασικό δηλητήριο, γνωστό με την κοινή ονομασία σουμπλιμέ
β) «θειούχος υδράργυρος»
χημ. χημική ένωση που απαντά υπό δύο μορφές, μία κόκκινη και μία μαύρη, από τις οποίες η τελευταία απαντά στη φύση με τη μορφή του ορυκτού μετακιννάβαρι
γ) «κροτικόςβροντώδης] υδράργυρος»
χημ. εκρηκτικό σώμα πρωτογενούς εκρήξεως που χρησιμοποιήθηκε επί μεγάλο χρονικό διάστημα ως εναυσματικό μέσο της πυρίτιδας
δ) «χλωριούχος υδράργυρος»
i) χημ. άοσμο και άχρωμο στερεό, πολύ τοξικό, με πάρα πολλές εφαρμογές, γνωστό και ως άχνη υδραργύρου
ii) (ορυκτ.) χλωριούχο ορυκτό του υδραργύρου, που σχηματίζεται από εξαλλοίωση του ορυκτού κιννάβαρι και άλλων ορυκτών και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στη φαρμακευτική και χρησιμοποιείται ακόμη, πιο σπάνια, γνωστό και ως καλομέλας
ε) «λυχνία υδραργύρου»
τεχνολ. φωτιστική συσκευή που αποτελείται από γυάλινο σωλήνα ο οποίος περιέχει ατμούς υδραργύρου
(μσν-αρχ.)
το μέταλλο που λαμβανόταν τεχνητώς με εξαγωγή του από το ορυκτό κιννάβαρι και ονομάστηκε έτσι λόγω της ομοιότητας του χρώματός του με το χρώμα του αργύρου, σε αντιδιαστολή με τον φυσικό υδράργυρο, που ονομαζόταν χυτός άργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + ἄργυρος (πρβλ. διάργυρος). Η λ., με τη νεοελλ. της σημ., είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. hydrargyrum (< λατ. hydrargyrus < υδράργυρος)].

Translations

mercury

Afrikaans: kwik,; Albanian: mërkur, zhivë, engjëdhi; Arabic: زِئْبَق, زَاؤُوق; Armenian: սնդիկ; Assamese: পাৰা, ৰহ; Asturian: mercuriu; Azerbaijani: civə; Bashkir: терегөмөш; Basque: merkurioa; Belarusian: ртуць; Bengali: পারদ; Breton: merkur, bevargant, arc'hant-bev; Bulgarian: живак; Burmese: ပြဒါး; Catalan: mercuri; Central Melanau: rasak; Chinese Cantonese: 汞, 水銀/水银; Dungan: фийин; Hokkien: 水銀/水银; Mandarin: 汞, 水銀/水银; Chuvash: чӗркӗмӗл; Cornish: arhans; Czech: rtuť; Danish: kviksølv, kviksølver; Dutch: kwikzilver, kwik; Esperanto: hidrargo; Estonian: elavhõbe; Extremaduran: mercúriu; Faroese: kyksilvur, kviksilvur; Finnish: elohopea; French: mercure, vif-argent; Friulian: mercuri; Galician: mercurio, hidrarxirio, azougue; Georgian: ვერცხლისწყალი; German: Quecksilber; Greek: υδράργυρος; Ancient Greek: ὑδράργυρος, ἄργυρος χυτός; Hausa: zaiba; Hawaiian: waikālā; Hebrew: כַּסְפִּית; Hindi: पारा, पारद; Hungarian: higany; Icelandic: kvikasilfur; Ido: merkurio; Indonesian: raksa; Ingrian: elävähoppia; Interlingua: mercurio; Irish: mearcair, airgead beo; Italian: mercurio; Japanese: 水銀; Kannada: ಪಾರಜ, ಪಾದರಸ; Kashubian: tãź; Kazakh: сынап; Khmer: បារត; Korean: 수은(水銀); Kyrgyz: сымап; Lao: ບາຫຼອດ, ບາ; Latin: hydrargyrum, argentum vivum; Latvian: dzīvsudrabs; Limburgish: kwèk; Lithuanian: gyvsidabris; Luxembourgish: Quecksëlwer; Macedonian: жива; Malagasy: volavelona; Malay: merkuri, raksa, perak cergas, hidrargirum; Malayalam: രസം; Maltese: merkurju; Manchu: ᡨᠣᡥᠣᠯᠣᠨ; ᠮᡠᡴᡝ; Manx: mercur; Mongolian: мөнгөн ус; Nahuatl: atepoztli; Navajo: béésh tózháanii; Norwegian Bokmål: kvikksølv; Nynorsk: kvikksølv, kvikksylv; Occitan: mercuri; Ojibwe: zhooniyaawaaboo; Old English: cwicseolfor; Old Tupi: itaekobé; Ottoman Turkish: جیوه, سیماب; Pashto: پاره; Persian: جیوه, ژیوه, سیماب; Plautdietsch: Kwickselwa; Polish: rtęć, żywe srebro; Portuguese: mercúrio, azougue; Punjabi: ਪਾਰਾ; Romanian: mercur, hidrargir, argint viu; Russian: ртуть, гидраргирум, меркурий; Sanskrit: पारद; Scots: mercur; Scottish Gaelic: airgead-beò; Serbo-Croatian Cyrillic: жи̏ва; Roman: žȉva; Slovak: ortuť; Slovene: živo srebro; Sorbian Lower Sorbian: žiwe slobro; Upper Sorbian: žiwe slěbro, dźiwje slěbro; Spanish: mercurio, azogue; Swahili: zebaki; Swedish: kvicksilver; Tagalog: asoge; Tajik: симоб; Tamil: பாதரசம், தனிமம்; Tatar: терекөмеш; Telugu: పాదరసము; Thai: ปรอท; Tibetan: མེར་ཁུ་རི; Turkish: cıva; Turkmen: simap; Ukrainian: ртуть; Urdu: پارہ; Uyghur: سىماب; Uzbek: simob; Cyrillic: симоб; Veps: artut'; Vietnamese: thuỷ ngân; Volapük: hidrargin, märkurin; Welsh: mercwri; West Frisian: kwik; Yiddish: קוועקזילבער