καμπούρης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=, -ικο και [[καμπούρικος]], , -ο (Μ [[καμπούρης]], , -ικο)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[καμπούρα]], [[εξόγκωμα]] στην [[πλάτη]], με τους ώμους γυρμένους, [[σκυφτός]], καμπουριασμένος, [[καμπουρωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δημώδης]] [[ονομασία]] του πτηνού που σε παλαιότερα ταξινομικά συστήματα ήταν γνωστό ως αιγολήθης ο [[ευρωπαϊκός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (γι' αυτούς που δυσαρεστούνται [[χωρίς]] λόγο) «δεν σέ είπαμε δα και καμπούρη, που μάς ξίνισες τη [[μούρη]]» — δεν είπαμε [[κάτι]] προσβλητικό ή υβριστικό για [[σένα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. τουρκ. <i>cambur</i> <span style="color: red;"><</span> ελλ. [[καμπύλος]].
|mltxt=καμπούρα, καμπούρικο και [[καμπούρικος]], καμπούρικη, καμπούρικο (Μ [[καμπούρης]], καμπούρα, καμπούρικο)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[καμπούρα]], [[εξόγκωμα]] στην [[πλάτη]], με τους ώμους γυρμένους, [[σκυφτός]], καμπουριασμένος, [[καμπουρωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δημώδης]] [[ονομασία]] του πτηνού που σε παλαιότερα ταξινομικά συστήματα ήταν γνωστό ως αιγολήθης ο [[ευρωπαϊκός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (γι' αυτούς που δυσαρεστούνται [[χωρίς]] λόγο) «δεν σέ είπαμε δα και καμπούρη, που μάς ξίνισες τη [[μούρη]]» — δεν είπαμε [[κάτι]] προσβλητικό ή υβριστικό για [[σένα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. τουρκ. <i>cambur</i> <span style="color: red;"><</span> ελλ. [[καμπύλος]].
}}
}}

Latest revision as of 15:07, 14 June 2024

Greek Monolingual

καμπούρα, καμπούρικο και καμπούρικος, καμπούρικη, καμπούρικο (Μ καμπούρης, καμπούρα, καμπούρικο)
1. αυτός που έχει καμπούρα, εξόγκωμα στην πλάτη, με τους ώμους γυρμένους, σκυφτός, καμπουριασμένος, καμπουρωτός
νεοελλ.
1. δημώδης ονομασία του πτηνού που σε παλαιότερα ταξινομικά συστήματα ήταν γνωστό ως αιγολήθης ο ευρωπαϊκός
2. φρ. (γι' αυτούς που δυσαρεστούνται χωρίς λόγο) «δεν σέ είπαμε δα και καμπούρη, που μάς ξίνισες τη μούρη» — δεν είπαμε κάτι προσβλητικό ή υβριστικό για σένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. τουρκ. cambur < ελλ. καμπύλος.