δαμασίχθων: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=damasichthon
|Transliteration C=damasichthon
|Beta Code=damasi/xqwn
|Beta Code=damasi/xqwn
|Definition=-ονος, ὁ, [[earth-subduer]], [[epithet]] of Poseidon, B.15.19.
|Definition=-ονος, ὁ, [[earth-subduer]], [[epithet]] of [[Poseidon]], B.15.19.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 09:03, 9 July 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰμᾰσίχθων Medium diacritics: δαμασίχθων Low diacritics: δαμασίχθων Capitals: ΔΑΜΑΣΙΧΘΩΝ
Transliteration A: damasíchthōn Transliteration B: damasichthōn Transliteration C: damasichthon Beta Code: damasi/xqwn

English (LSJ)

-ονος, ὁ, earth-subduer, epithet of Poseidon, B.15.19.

Spanish (DGE)

(δᾰμᾰσίχθων) -ονος, ὁ
que somete la tierra, dominador de la tierra epít. de Posidón, Simon.14.77.7, B.16.19.

Greek (Liddell-Scott)

δαμασίχθων: -ον, ὁ τὴν γῆν δαμάζων, καθυποτάσσων δαμασίχθονι μέλλε κόρᾳ Βακχυλ. 15. 19 (Blass).

Greek Monolingual

δαμασίχθων, ο (Α)
(επιθ. του Ποσειδώνος) αυτός που δαμάζει ή τιθασεύει τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι-, από τον αόρ. εδάμασα του ρ. δάμνημι + χθων (-ονός) «γη». (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαμασίχθων -ον [δαμάζω, χθών] de aarde onderwerpend.