λασιόπους: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λασιόπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει μαλλιαρά πόδια («θάμνου λαγωὸν λασιόπουν ἀναστήσας», Αισώπ. Μύθ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάσιος]] «[[δασύτριχος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), [[πρβλ]]. [[ | |mltxt=[[λασιόπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει μαλλιαρά πόδια («θάμνου λαγωὸν λασιόπουν ἀναστήσας», Αισώπ. Μύθ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάσιος]] «[[δασύτριχος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), [[πρβλ]]. [[γυμνόπους]], [[καλλίπους]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:47, 9 September 2024
English (LSJ)
πουν, gen. ποδος,
A shaggy-footed, Aesop.238.
German (Pape)
[Seite 17] -ποδος, rauchfüßig, conj. für δασύπους, Babr. 69, 1.
Greek Monolingual
λασιόπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει μαλλιαρά πόδια («θάμνου λαγωὸν λασιόπουν ἀναστήσας», Αισώπ. Μύθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + -πους (< πούς), πρβλ. γυμνόπους, καλλίπους].