διάφωνος: Difference between revisions
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
lsj>Spiros mNo edit summary |
m (1 revision imported) |
Revision as of 07:03, 8 October 2024
English (LSJ)
διάφωνον, discordant, inconsistent, ἱστορίαι D.S.4.55, cf. Plu.2.1039d, etc.; τινί with one, Luc.Cyn.16; especially in Music, διάφωνον ἕλκειν = strike a false note, Damox.2.61, cf. Hp.Vict.1.18 (metaph. of tastes), etc.; opp. σύμφωνος, Euc.Sect.Can.Praef., Theo Sm.p.49H. Adv. διαφώνως Plu.2.1137c: c.dat., S.E.M.7.170: metaph., διαφώνως = in disagreement, dissonantly, discordantly, dissentingly, διαφώνως ἵστασθαι πρός τινα Phld.Rh.1.90S.
Spanish (DGE)
-ον
I 1discrepante ἕτεραι (ἱστορίαι) D.S.4.55, τοιαῦτα ... διάφωνα τοῖς τῶν πολλῶν βουλήμασι Luc.Cyn.16
•subst. τὸ διάφωνον op. τὸ σύμφωνον Hp.Alim.40
•contradictorio, incoherente μηδὲν εἰπεῖν ἐναντίον ἑαυτῷ καὶ διάφωνον Plu.2.1039d, cf. 1003b, ὁ λόγος D.L.9.95
•diferente δ. αὐτῶν ἡ τάξις Ach.Tat.Intr.Arat.18
•subst. τὸ διάφωνον = contradicción τὸ ὡσανεὶ διάφωνον = la aparente contradicción Didym.Gen.25.5.
2 mús. disonante τῶν φθόγγων τοὺς μὲν συμφώνους ὄντας, τοὺς δὲ διαφώνους Euc.Sect.Can.praef., φθόγγοι Aristid.Quint.10.1, Theo Sm.49, διαστήματα Anon.Bellerm.58
•subst. τὸ διάφωνον abstr. falta de armonía op. μέλος Aristox.Harm.25.18
•concr. sonido discordante διάφωνον ἕλκειν = producir una nota discordante Damox.2.61, τὰ διάφωνα op. τὰ σύμφωνα en una comparación entre la música y la lengua como órgano del gusto, Hp.Vict.1.18.
II adv. διαφώνως
1 en forma discrepante διαφώνως ἵστανται πρὸς τοὺς ἄνδρας Phld.Rh.2.151, τῷ ὑπάρχοντι S.E.M.7.170, cf. Hipparch.1.4.7, Clem.Al.Strom.1.21.141.
2 mús. en forma discordante πρὸς παρανήτην Plu.2.1137c.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
discordant ; τινι qui ne s'accorde pas avec.
Étymologie: διά, φωνή.
German (Pape)
nicht zusammenstimmend, verschieden; DS. 4.55 und andere Spätere; τινί, Luc. Cyn. 16; Poll. 2.113 tadelt das Wort.
Russian (Dvoretsky)
διάφωνος:
1 не согласующийся, расходящийся во мнении Diod., Plut.;
2 несогласный (τινι Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
διάφωνος: -ον, ὁ παράφωνος, παραφωνίαν ἀποτελῶν, Διόδ. 4. 55· τινι Λουκ. Κυν. 16· διάφωνον ἕλκειν, μουσικὴ φράσις, Δαμόξ. Συντρ. 2. 61.- Ἐπίρρ. -ως, Κλήμ. Ἀλ. 404.
Greek Monolingual
-ον (ΑΝ)
1. δυσάρεστος στην ακοή, παράφωνος
2. ασύμφωνος, ανακόλουθος, αντιφατικός.
Greek Monotonic
διάφωνος: -ον (φωνή), αυτός που διαφωνεί, ασύμφωνος, παράφωνος, σε Λουκ.