ὀλβιόδωρος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0318.png Seite 318]] Glück gebend, spendend, [[χθών]], Eur. Hipp. 750.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0318.png Seite 318]] [[Glück gebend]], [[Glück spendend]], [[χθών]], Eur. Hipp. 750.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 07:56, 16 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλβιόδωρος Medium diacritics: ὀλβιόδωρος Low diacritics: ολβιόδωρος Capitals: ΟΛΒΙΟΔΩΡΟΣ
Transliteration A: olbiódōros Transliteration B: olbiodōros Transliteration C: olviodoros Beta Code: o)lbio/dwros

English (LSJ)

ὀλβιόδωρον, bestowing bliss, χθών (as v.l. for βιόδωρος) E.Hipp.749 (lyr.); μέθυ AP11.60.9 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 318] Glück gebend, Glück spendend, χθών, Eur. Hipp. 750.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui donne le bonheur.
Étymologie: ὄλβιος, δῶρον.

Russian (Dvoretsky)

ὀλβιόδωρος: дарующий счастье, щедро одаряющий (χθών Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀλβιόδωρος: -ον, ὁ δωρούμενος ὄλβον, ὁ παρέχων εὐτυχίαν, χθὼν ὀλβ. Εὐρ. Ἱππ. 750. ― οὕτως, ὀλβιο-δώτης, ου, ὁ, ὁ διδοὺς ὄλβον, ὁ πάροχος μακαριότητος, Ὀρφ. Ὕμν. 33. 2· θηλ. -δῶτις, ιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 39. 2, κτλ.

Greek Monolingual

ὀλβιόδωρος, -ον (ΑΜ)
αυτός που χαρίζει, που παρέχει ευτυχία («ἵν' ἁ ὀλβιόδωρος αὔξει ζαθέα χθών», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευδαίμων, ευτυχισμένος» + -δωρος (< δῶρον), πρβλ. μεγαλό-δωρος].

Greek Monotonic

ὀλβιόδωρος: -ον (δῶρον), αυτός που παρέχει ευδαιμονία, ευτυχία, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὀλβιό-δωρος, ον, δῶρον
bestowing bliss, Eur.