νεόπηκτος: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''νεόπηκτος:''' недавно затвердевший, т. е. свежий, молодой ([[τυρός]] Batr.).
|elrutext='''νεόπηκτος:''' [[недавно затвердевший]], т. е. [[свежий]], [[молодой]] ([[τυρός]] Batr.).
}}
{{ls
|lstext='''νεόπηκτος''': -ον, ἴδε [[νεοπηγής]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεόπηκτος:''' -ον, αυτός που πρόσφατα έπηξε, δηλ. χτίστηκε, στερεοποιήθηκε, οικοδομήθηκε ή παρασκευάστηκε, σε Βαβρ.
|lsmtext='''νεόπηκτος:''' -ον, αυτός που πρόσφατα έπηξε, δηλ. χτίστηκε, στερεοποιήθηκε, οικοδομήθηκε ή παρασκευάστηκε, σε Βαβρ.
}}
{{ls
|lstext='''νεόπηκτος''': -ον, ἴδε [[νεοπηγής]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νεό-πηκτος, ον<br />[[fresh]] [[curdled]], [[fresh]] made, Babr.
|mdlsjtxt=νεό-πηκτος, ον<br />[[fresh]] [[curdled]], [[fresh]] made, Babr.
}}
}}

Revision as of 19:30, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόπηκτος Medium diacritics: νεόπηκτος Low diacritics: νεόπηκτος Capitals: ΝΕΟΠΗΚΤΟΣ
Transliteration A: neópēktos Transliteration B: neopēktos Transliteration C: neopiktos Beta Code: neo/phktos

English (LSJ)

ον, fresh-curdled, τυρός Batr. 38; newly burnt, κεραμίς Hp. Mul. 2.206; newly built, θάλαμοι Hld. 6.11.

German (Pape)

[Seite 243] = νεοπαγής, τυρός, Batrach. 38.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 fraîchement caillé;
2 de cuisson récente (brique).
Étymologie: νέος, πήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

νεόπηκτος: недавно затвердевший, т. е. свежий, молодой (τυρός Batr.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α νεόπηκτος, -ον)
1. αυτός που πήχθηκε πρόσφατα («οὐ τυρὸς νεόπηκτος», Βατραχομ.)
2. αυτός που κτίστηκε πρόσφατα ή αυτός που εδραιώθηκε πρόσφατα («νεοπήκτους ἔτι θαλάμους ἔχων», Ηλιόδ.)
αρχ.
αυτός που κατέστη στερεός αφού πρώτα ψήθηκε («νεοπήκτου κεραμῖδος», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -πηκτός (< πήγνυμι), πρβλ. εύπηκτος, κρυσταλλόπηκτος].

Greek Monotonic

νεόπηκτος: -ον, αυτός που πρόσφατα έπηξε, δηλ. χτίστηκε, στερεοποιήθηκε, οικοδομήθηκε ή παρασκευάστηκε, σε Βαβρ.

Greek (Liddell-Scott)

νεόπηκτος: -ον, ἴδε νεοπηγής.

Middle Liddell

νεό-πηκτος, ον
fresh curdled, fresh made, Babr.