ελαττώνω: Difference between revisions
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ἐλαττῶ, | |mltxt=(AM ἐλαττῶ, [[ἐλαττόω]]<br />Α και ἐλασσῶ, [[ἐλασσόω]])<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] λιγότερο ή μικρότερο<br /><b>2.</b> [[μειώνω]] κάποιον, [[μειώνω]] την [[αξία]] του<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ἐλαττοῦμαι</i><br /><b>1.</b> [[εξασθενώ]], [[γίνομαι]] [[ασθενικός]]<br /><b>2.</b> [[μειονεκτώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βλάπτω]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[αφαιρώ]] [[κάτι]] από κάποιον<br /><b>2.</b> [[κόβω]], [[κονταίνω]]<br />II. <b>παθ.</b> <i>ἐλαττοῦμαι</i><br /><b>1.</b> ζημιώνομαι<br /><b>2.</b> [[παραχωρώ]] δικαιώματα, [[φαίνομαι]] [[υποχωρητικός]]<br /><b>3.</b> δεν [[ανταποκρίνομαι]] στις υποχρεώσεις μου<br /><b>4.</b> στερούμαι («ἐλασσούμενος ἄρτοις»)<br /><b>5.</b> ζημιώνομαι από [[κάτι]] («μὴ ἐλαττούμενος τοῦ κεφαλαίου καὶ τῶν τόκων»). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:06, 1 November 2024
Greek Monolingual
(AM ἐλαττῶ, ἐλαττόω
Α και ἐλασσῶ, ἐλασσόω)
1. καθιστώ κάτι λιγότερο ή μικρότερο
2. μειώνω κάποιον, μειώνω την αξία του
αρχ.-μσν.
ἐλαττοῦμαι
1. εξασθενώ, γίνομαι ασθενικός
2. μειονεκτώ
μσν.
βλάπτω
αρχ.
Ι. 1. αφαιρώ κάτι από κάποιον
2. κόβω, κονταίνω
II. παθ. ἐλαττοῦμαι
1. ζημιώνομαι
2. παραχωρώ δικαιώματα, φαίνομαι υποχωρητικός
3. δεν ανταποκρίνομαι στις υποχρεώσεις μου
4. στερούμαι («ἐλασσούμενος ἄρτοις»)
5. ζημιώνομαι από κάτι («μὴ ἐλαττούμενος τοῦ κεφαλαίου καὶ τῶν τόκων»).