νομαῖος: Difference between revisions
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νομαῖος:''' [[живущий на пастбище или в стаде]] ([[χίμαρος]] Anth.). | |elrutext='''νομαῖος:''' [[живущий на пастбище]] или в [[стаде]] ([[χίμαρος]] Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νομαῖος''': νομαία, νομαῖον, = [[νομαδικός]], [[χίμαρος]] Ἀνθ. Π. 6. 157· [[ἀλάλαγμα]] ν., τοῦ ποιμένος [[κραυγή]], Καλλ. Ἀποσπ. 310· - τὰ νομαῖα, πληρωμὴ διὰ τὴν βοσκήν, Γλωσσ. | |lstext='''νομαῖος''': νομαία, νομαῖον, = [[νομαδικός]], [[χίμαρος]] Ἀνθ. Π. 6. 157· [[ἀλάλαγμα]] ν., τοῦ ποιμένος [[κραυγή]], Καλλ. Ἀποσπ. 310· - τὰ νομαῖα, πληρωμὴ διὰ τὴν βοσκήν, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-ον [[pastoril]] de Selene ἐνεύχομαί σοι, ..., ἄμβροτε, ἐπήκοε, Περσία, νομαίη <b class="b3">a ti te suplico, inmortal, atenta, Persa, pastoril</b> P IV 2271 (cj. Ri.) | |||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νομαῖος:''' νομαία, νομαῖον, = [[νομαδικός]], σε Ανθ. | |lsmtext='''νομαῖος:''' νομαία, νομαῖον, = [[νομαδικός]], σε Ανθ. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:24, 4 November 2024
English (LSJ)
νομαία, νομαῖον, = νομαδικός, χίμαρος AP6.157 (Theodorid.); ἀλάλαγμα νομαῖον a shepherd's cry, Call.Fr.310; growing in pastures, ἕρπυλλον Nic.Th. 67.
German (Pape)
von der Weide, auf der Weide lebend, χίμαρος νομαία, ἡ ἐκ τῆς νομῆς, Suid. aus Theodorid. 4 (VI.157).
Russian (Dvoretsky)
νομαῖος: живущий на пастбище или в стаде (χίμαρος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
νομαῖος: νομαία, νομαῖον, = νομαδικός, χίμαρος Ἀνθ. Π. 6. 157· ἀλάλαγμα ν., τοῦ ποιμένος κραυγή, Καλλ. Ἀποσπ. 310· - τὰ νομαῖα, πληρωμὴ διὰ τὴν βοσκήν, Γλωσσ.
Léxico de magia
-ον pastoril de Selene ἐνεύχομαί σοι, ..., ἄμβροτε, ἐπήκοε, Περσία, νομαίη a ti te suplico, inmortal, atenta, Persa, pastoril P IV 2271 (cj. Ri.)
Spanish
Greek Monolingual
νομαῖος, νομαία, νομαῖον (Α)
1. νομαδικός, ποιμενικός
2. αυτός που μεγαλώνει στα βοσκοτόπια, στα λιβάδια
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νομαῖα
η αμοιβή για τη βοσκή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομός / νομή + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πυργαίος].
Greek Monotonic
νομαῖος: νομαία, νομαῖον, = νομαδικός, σε Ανθ.