πολυστομέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört

Menander, Monostichoi, 221
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 21: Line 21:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυστομέω''': ὁμιλῶ πολλά, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 502.
|lstext='''πολυστομέω''': ὁμιλῶ πολλά, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 502.
}}
{{trml
|trtx====[[prattle]]===
Arabic: بَقَّ; Asturian: esbabayar; Bulgarian: бърборя; Czech: plkat; Danish: plapre, pludre; Dutch: [[ratelen]]; English: [[babble]], [[bat the breeze]], [[blab]], [[blabber]], [[blather]], [[chatter]], [[chew the fat]], [[chew the rag]], [[chinwag]], [[chit-chat]], [[chunner]], [[clack]], [[claver]], [[clepe]], [[drivel]], [[gabble]], [[gibber]], [[go on]], [[jabber]], [[maunder]], [[natter]], [[palaver]], [[piffle]], [[prate]], [[prattle]], [[rabbit]], [[rabbit on]], [[ramble]], [[shoot the breeze]], [[shoot the bull]], [[shoot the shit]], [[smatter]], [[tattle]], [[twaddle]], [[waffle]], [[wibble]], [[witter]], [[yabber]], [[yack]], [[yap]], [[yatter]]; Finnish: pälättää; French: [[bavarder]]; Galician: laretar, esbardallar, barballar, barallar; Georgian: ტიტინი, ტიკტიკი, ყბედობა, ლაქლაქი; German: [[schwatzen]]; Greek: [[δε βάζω γλώσσα μέσα]], [[δε βάζω γλώσσα μέσα μου]], [[δεν βάζω γλώσσα μέσα]], [[δεν βάζω γλώσσα μέσα μου]], [[δεν βάζω γλώσσα στο στόμα μου]], [[δεν κλείνω καθόλου το στόμα μου]], [[δεν παύει το στόμα μου]], [[δεν το βουλώνω]], [[είμαι γλωσσοκοπάνα]], [[ζαλίζω]], [[ζαλίζω από την πολύ πάρλα]], [[ζαλίζω τον έρωτα]], [[η γλώσσα μου πάει πολυβόλο]], [[η γλώσσα μου πάει ροδάνι]], [[η γλώσσα μου πάει ψαλίδι]], [[μακρηγορώ]], [[μακρολογώ]], [[μιλάω ακατάπαυστα]], [[μιλάω βαρετά]], [[μιλώ ακατάπαυστα]], [[πάει το στόμα μου ροδάνι]], [[παίρνω μονότερμα]], [[παίρνω τ' αυτιά]], [[παίρνω τ' αφτιά]], [[παίρνω τα αυτιά]], [[παίρνω τα αφτιά]], [[πεθαίνω στην πάρλα]], [[πεθαίνω στο μπλα μπλα]], [[πιάνω μονότερμα]], [[πιπιλίζω το μυαλό]], [[πολυλογώ]], [[πρήζω]], [[τρελαίνω στην πάρλα]], [[τρώω τ' αυτιά]], [[τρώω τ' αφτιά]], [[τρώω τα αυτιά]], [[τρώω τα αφτιά]], [[τρώω το κεφάλι]], [[φλυαρώ]], [[φλυαρώ ακατάπαυστα]], [[φλυαρώ ακατάσχετα]]; Ancient Greek: [[ἀδολεσχεῖν]], [[ἀδολεσχέω]], [[θρυλεῖν]], [[θρυλέω]], [[λαλεῖν]], [[λαλέω]], [[μακρηγορέω]], [[μακρολογέω]], [[μακύνω]], [[μηκυνέω]], [[μηκύνω λόγον]], [[μηκύνω λόγους]], [[πολυστομεῖν]], [[πολυστομέω]], [[στωμύλλεσθαι]], [[στωμύλλω]], [[φληναφᾶν]], [[φληναφάω]], [[φλυαρεῖν]], [[φλυαρέω]], [[φλύειν]], [[φλύω]]; Hungarian: csacsog; Latin: [[garrio]]; Lithuanian: vapalioti; Macedonian: ломоти; Maori: pahupahu, hautete, hote, tarawhete; Polish: paplać, bajtlować, zbajtlować; Russian: [[лепетать]], [[болтать]], [[трепаться]]; Sanskrit: लपति; Spanish: [[parlotear]], [[hablar por los codos]], [[hablar como un perico]], [[hablar como una cotorra]], [[hablar como un loro]], [[hablar hasta por los codos]]; Telugu: ప్రేలు; Vietnamese: bập bẹ, bi bô
}}
}}

Latest revision as of 09:11, 8 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυστομέω Medium diacritics: πολυστομέω Low diacritics: πολυστομέω Capitals: ΠΟΛΥΣΤΟΜΕΩ
Transliteration A: polystoméō Transliteration B: polystomeō Transliteration C: polystomeo Beta Code: polustome/w

English (LSJ)

speak much, A.Supp. 502.

German (Pape)

[Seite 674] viel reden, Aesch. Suppl. 497.

Russian (Dvoretsky)

πολυστομέω: много говорить Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυστομέω [πολύς, στόμα] veel praten.

Greek (Liddell-Scott)

πολυστομέω: ὁμιλῶ πολλά, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 502.

Translations

prattle

Arabic: بَقَّ; Asturian: esbabayar; Bulgarian: бърборя; Czech: plkat; Danish: plapre, pludre; Dutch: ratelen; English: babble, bat the breeze, blab, blabber, blather, chatter, chew the fat, chew the rag, chinwag, chit-chat, chunner, clack, claver, clepe, drivel, gabble, gibber, go on, jabber, maunder, natter, palaver, piffle, prate, prattle, rabbit, rabbit on, ramble, shoot the breeze, shoot the bull, shoot the shit, smatter, tattle, twaddle, waffle, wibble, witter, yabber, yack, yap, yatter; Finnish: pälättää; French: bavarder; Galician: laretar, esbardallar, barballar, barallar; Georgian: ტიტინი, ტიკტიკი, ყბედობა, ლაქლაქი; German: schwatzen; Greek: δε βάζω γλώσσα μέσα, δε βάζω γλώσσα μέσα μου, δεν βάζω γλώσσα μέσα, δεν βάζω γλώσσα μέσα μου, δεν βάζω γλώσσα στο στόμα μου, δεν κλείνω καθόλου το στόμα μου, δεν παύει το στόμα μου, δεν το βουλώνω, είμαι γλωσσοκοπάνα, ζαλίζω, ζαλίζω από την πολύ πάρλα, ζαλίζω τον έρωτα, η γλώσσα μου πάει πολυβόλο, η γλώσσα μου πάει ροδάνι, η γλώσσα μου πάει ψαλίδι, μακρηγορώ, μακρολογώ, μιλάω ακατάπαυστα, μιλάω βαρετά, μιλώ ακατάπαυστα, πάει το στόμα μου ροδάνι, παίρνω μονότερμα, παίρνω τ' αυτιά, παίρνω τ' αφτιά, παίρνω τα αυτιά, παίρνω τα αφτιά, πεθαίνω στην πάρλα, πεθαίνω στο μπλα μπλα, πιάνω μονότερμα, πιπιλίζω το μυαλό, πολυλογώ, πρήζω, τρελαίνω στην πάρλα, τρώω τ' αυτιά, τρώω τ' αφτιά, τρώω τα αυτιά, τρώω τα αφτιά, τρώω το κεφάλι, φλυαρώ, φλυαρώ ακατάπαυστα, φλυαρώ ακατάσχετα; Ancient Greek: ἀδολεσχεῖν, ἀδολεσχέω, θρυλεῖν, θρυλέω, λαλεῖν, λαλέω, μακρηγορέω, μακρολογέω, μακύνω, μηκυνέω, μηκύνω λόγον, μηκύνω λόγους, πολυστομεῖν, πολυστομέω, στωμύλλεσθαι, στωμύλλω, φληναφᾶν, φληναφάω, φλυαρεῖν, φλυαρέω, φλύειν, φλύω; Hungarian: csacsog; Latin: garrio; Lithuanian: vapalioti; Macedonian: ломоти; Maori: pahupahu, hautete, hote, tarawhete; Polish: paplać, bajtlować, zbajtlować; Russian: лепетать, болтать, трепаться; Sanskrit: लपति; Spanish: parlotear, hablar por los codos, hablar como un perico, hablar como una cotorra, hablar como un loro, hablar hasta por los codos; Telugu: ప్రేలు; Vietnamese: bập bẹ, bi bô