εὐκαθαίρετος: Difference between revisions

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
m (LSJ1 replacement)
(CSV import)
 
Line 33: Line 33:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[easy to crush]]
|woodrun=[[easy to crush]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[qui facilius vinci potest]]'', [[who can be more easily conquered]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.18.2/ 7.18.2].
}}
}}

Latest revision as of 14:21, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκαθαίρετος Medium diacritics: εὐκαθαίρετος Low diacritics: ευκαθαίρετος Capitals: ΕΥΚΑΘΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: eukathaíretos Transliteration B: eukathairetos Transliteration C: efkathairetos Beta Code: eu)kaqai/retos

English (LSJ)

εὐκαθαίρετον, easy to conquer, Th.7.18 (Comp.); easily exhausted, δυνάμεις Herod.Med. ap. Orib.5.30.11; unstable, τύχη, πρᾶγμα, Vett.Val.175.30,212.21.

German (Pape)

[Seite 1073] leicht herunterzureißen, zu überwältigen, Thuc. 7, 18, im comparat.; auch Sp., wie D. C. 47, 37.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à renverser, à conquérir;
Cp. εὐκαθαιρετώτερος.
Étymologie: εὖ, καθαιρέω.

Russian (Dvoretsky)

εὐκαθαίρετος: легко победимый (Σικελιῶται Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐκαθαίρετος: -ον, εὐκόλως καταβαλλόμενος, ἡττώμενος, Θουκ. 7. 18, Δίων Κ. 47. 37· ὁ εὐκόλως καταλυόμενος, Βασίλ. τ. 1. σ. 1036Β· ἐπὶ τείχους, τὸ εὐκόλως καταρριπτόμενον, Πολυδ. Α΄, 170.

Greek Monolingual

εὐκαθαίρετος, -ον (Α)
1. (για τείχος) αυτό που γκρεμίζεται εύκολα
2. αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα («οὗτος οὐκ εὐκαθαίρετος ἔδοξεν εἶναι σφίσι», Δίων Κάσσ.)
3. αυτός που εξαντλείται εύκολα
4. ασταθής, ευμετάβλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καθαιρετός < καθαιρώ].

Greek Monotonic

εὐκαθαίρετος: -ον, αυτός που κατακτιέται, νικιέται εύκολα, σε Θουκ.

Middle Liddell

εὐ-καθαίρετος, ον
easy to conquer, Thuc.

English (Woodhouse)

easy to crush

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

qui facilius vinci potest, who can be more easily conquered, 7.18.2.