δυναστικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dynastikos
|Transliteration C=dynastikos
|Beta Code=dunastiko/s
|Beta Code=dunastiko/s
|Definition=δυναστική, δυναστικόν, of or for a [[δυνάστης]], [[arbitrary]], Arist.''Pol.''1320b31 (Sup.): Comp., [[more potent]], Gal.6.396.
|Definition=δυναστική, δυναστικόν, of or for a [[δυνάστης]], [[arbitrary]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1320b31 (Sup.): Comp., [[more potent]], Gal.6.396.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 17:27, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠναστικός Medium diacritics: δυναστικός Low diacritics: δυναστικός Capitals: ΔΥΝΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dynastikós Transliteration B: dynastikos Transliteration C: dynastikos Beta Code: dunastiko/s

English (LSJ)

δυναστική, δυναστικόν, of or for a δυνάστης, arbitrary, Arist.Pol.1320b31 (Sup.): Comp., more potent, Gal.6.396.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 consistente en un poder personal, autocrático ἡ δυναστικωτάτη ... τῶν ὀλιγαρχιῶν Arist.Pol.1320b31
subst. ὁ δ. tirano ἐτυράννησε ... Ἀναξίλας ... ἦσαν δὲ καὶ ἄλλοι δυναστικοὶ Arist.Fr.611.55.
2 potente, poderoso δυσκρασίαι Gal.6.396, ζῴδια Vett.Val.155.15, τίς (ἀστὴρ) τίνος ... δυναστικώτερος τυγχάνει Vett.Val.275.27, cf. 83.12.

German (Pape)

[Seite 673] zum δυνάστης gehörig, gewalthaberisch; τῇ δυναστικωτάτῃ καὶ τυραννικωτάτῃ τῶν ὀλιγαρχιῶν Arist. pol. 6, 6 erinnert an das unter δυναστεία Gesagte.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
impérieux, autoritaire.
Étymologie: δυνάστης.

Russian (Dvoretsky)

δῠναστικός: Arst. = δυναστευτικός.

Greek (Liddell-Scott)

δῠναστικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος διὰ δυνάστην, αὐθαίρετος, Ἀριστ. Πολ. 6. 6, 3.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δυναστικός, -ή, -όν) δυνάστης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δυνάστη ή στη δυναστεία
νεοελλ.
βασιλικός
μσν.
βίαιος, καταναγκαστικός
αρχ.
αυθαίρετος.

Greek Monotonic

δυναστικός: -ή, -όν, τυρρανικός, αυθαίρετος, σε Αριστ.

Middle Liddell

δυναστικός, ή, όν [from δῠνάστης] adj
arbitrary, Arist.