φιλοχρηματιστής: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filochrimatistis
|Transliteration C=filochrimatistis
|Beta Code=filoxrhmatisth/s
|Beta Code=filoxrhmatisth/s
|Definition=φιλοχρηματιστοῦ, ὁ, [[fond of moneymaking]], φιλοχρηματισταὶ καὶ φιλοχρήματοι [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 551a: perhaps to be read in Arist.''Pol.''1316a40.
|Definition=φιλοχρηματιστοῦ, ὁ, [[fond of moneymaking]], φιλοχρηματισταὶ καὶ φιλοχρήματοι [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 551a: perhaps to be read in [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1316a40.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 17:31, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοχρημᾰτιστής Medium diacritics: φιλοχρηματιστής Low diacritics: φιλοχρηματιστής Capitals: ΦΙΛΟΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΣ
Transliteration A: philochrēmatistḗs Transliteration B: philochrēmatistēs Transliteration C: filochrimatistis Beta Code: filoxrhmatisth/s

English (LSJ)

φιλοχρηματιστοῦ, ὁ, fond of moneymaking, φιλοχρηματισταὶ καὶ φιλοχρήματοι Pl.R. 551a: perhaps to be read in Arist.Pol.1316a40.

German (Pape)

[Seite 1288] ὁ, der Geld, Vermögen zu erlangen trachtet, bes. durch den Handel, Plat. Rep. VIII, 551 a.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui aime à thésauriser.
Étymologie: φίλος, χρηματίζω.

Russian (Dvoretsky)

φιλοχρημᾰτιστής: οῦ ὁ сребролюбец, любостяжатель Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοχρημᾰτιστής: -οῦ, ὁ ἀγαπῶν τὴν κτῆσιν χρημάτων, φίλος τοῦ χρηματίζεσθαι, φιλοχρηματισταὶ καὶ φιλοχρήματοι Πλάτ. Πολ. 551Α. ― Ἐπίρρ. φιλοχρηματιστικῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν φιλοχρηματιστῶν, Πολυδ. Γ΄, 113.

Greek Monolingual

ὁ, Α αυτός που επιθυμεί έντονα την απόκτηση χρημάτων, περιουσίας («ἀντὶ δὴ φιλονείκων καὶ φιλοτίμων ἀνδρῶν φιλοχρηματισταὶ καὶ φιλοχρήματοι», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + χρηματιστής «αυτός που ασχολείται με χρηματικές εργασίες, με συγκέντρωση χρημάτων»].

Greek Monotonic

φῐλοχρημᾰτιστής: -οῦ, ὁ, αυτός που αγαπά να αποκτά χρήματα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

φῐλο-χρημᾰτιστής, οῦ, ὁ,
fond of money-making, Plat.