rob: Difference between revisions
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
mNo edit summary |
m (Text replacement - "τινί τι" to "τινί τι") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
===verb transitive=== | ===verb transitive=== | ||
[[deprive]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[ἀφαιρέω]], [[ἀφαιρεῖν]] ( | [[deprive]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[ἀφαιρέω]], [[ἀφαιρεῖν]] (τινί τι), [[ἀφαιρεῖσθαι]] (τινά τι), [[ἀποστερεῖν]] (τινά τινος, or acc. of thing if standing alone), [[στερεῖν]] (τινά τινος), [[στερίσκειν]] (τινά τινος), [[συλᾶν]] (τινά τι), [[ἀποσυλᾶν]] (τινά τι), [[verse|V.]] [[ἀποστερίσκειν]] (τινά τινος); see [[deprive]]. | ||
[[help a person in robbing]]: [[prose|P.]] [[συναποστερεῖν]] (τινά τινος, with dat. of person helped). | [[help a person in robbing]]: [[prose|P.]] [[συναποστερεῖν]] (τινά τινος, with dat. of person helped). |
Latest revision as of 19:01, 8 January 2025
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
deprive: P. and V. ἀφαιρέω, ἀφαιρεῖν (τινί τι), ἀφαιρεῖσθαι (τινά τι), ἀποστερεῖν (τινά τινος, or acc. of thing if standing alone), στερεῖν (τινά τινος), στερίσκειν (τινά τινος), συλᾶν (τινά τι), ἀποσυλᾶν (τινά τι), V. ἀποστερίσκειν (τινά τινος); see deprive.
help a person in robbing: P. συναποστερεῖν (τινά τινος, with dat. of person helped).
be robbed of: use also P. and V. στέρεσθαι (gen.), V. τητᾶσθαι (gen.).
pillage: P. and V. πορθεῖν, ἐκπορθεῖν, διαπορθεῖν, ἁρπάζειν, ἀναρπάζειν, διαρπάζειν, συλᾶν, φέρω, φέρειν, λῄζεσθαι, P. ἄγω καὶ φέρω, ἄγειν καὶ φέρειν, λῃστεύειν, διαφορεῖν, V. πέρθειν, ἐκπέρθειν (also Plato but rare P.); see plunder.
Absol., be a robber: Ar. and P. λωποδυτεῖν.