τριάντα: Difference between revisions

From LSJ

ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other

Source
(12)
 
(6_6)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=tria/nta
|Beta Code=tria/nta
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[τριάκοντα]], <span class="title">IG</span>4.649 (Argos, late), 12(7).295 (Amorgos, late).</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[τριάκοντα]], <span class="title">IG</span>4.649 (Argos, late), 12(7).295 (Amorgos, late).</span>
}}
{{ls
|lstext='''τριάντα''': Ἐπιγρ. Ἄργους, τῶν πρώτων μ. Χρ. αἰώνων, L. et. F. 137. Εἶναι τὸ παλαιότατον [[παράδειγμα]] τοῦ παρ’ ἡμῖν συνήθους [[τριάντα]]. Περὶ τοῦ σαράντα, πεντῆντα, ἢ πενῆντα, κλπ. ἴδε Κοραῆ Ἀτάκτων τ. Α΄, σ. 284-5. 297, τ. Β΄, σ. 292. 324, [[ἔνθα]] μνημονεύονται καὶ τὰ παλαιὰ τάρων βολῶν ἀντὶ τεττάρων [[ὀβολῶν]]. - Ὅμοιαι δὲ συγκοπαὶ καὶ ἀποκοπαὶ [[εἶναι]] καὶ ἐν τοῖς [[ταρτήμορον]], τέτραχμον, καλαμίνθη, [[καρδάμωμον]], [[λειπυρία]], [[ἀμφορεύς]], [[ἡμέδιμνον]], κτλ. περὶ ὧν ἴδε G. Meyer griech. Gram. § 302, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
}}
}}

Revision as of 09:12, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐάντα Medium diacritics: τριάντα Low diacritics: τριάντα Capitals: ΤΡΙΑΝΤΑ
Transliteration A: triánta Transliteration B: trianta Transliteration C: trianta Beta Code: tria/nta

English (LSJ)

   A = τριάκοντα, IG4.649 (Argos, late), 12(7).295 (Amorgos, late).

Greek (Liddell-Scott)

τριάντα: Ἐπιγρ. Ἄργους, τῶν πρώτων μ. Χρ. αἰώνων, L. et. F. 137. Εἶναι τὸ παλαιότατον παράδειγμα τοῦ παρ’ ἡμῖν συνήθους τριάντα. Περὶ τοῦ σαράντα, πεντῆντα, ἢ πενῆντα, κλπ. ἴδε Κοραῆ Ἀτάκτων τ. Α΄, σ. 284-5. 297, τ. Β΄, σ. 292. 324, ἔνθα μνημονεύονται καὶ τὰ παλαιὰ τάρων βολῶν ἀντὶ τεττάρων ὀβολῶν. - Ὅμοιαι δὲ συγκοπαὶ καὶ ἀποκοπαὶ εἶναι καὶ ἐν τοῖς ταρτήμορον, τέτραχμον, καλαμίνθη, καρδάμωμον, λειπυρία, ἀμφορεύς, ἡμέδιμνον, κτλ. περὶ ὧν ἴδε G. Meyer griech. Gram. § 302, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.