Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παρήχησις: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
(13_1)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0521.png Seite 521]] ἡ, das Nachahmen eines Tones, Wortes, Sp., vgl. Hermog. inv. 4, 7, der als Beispiel πείθει τὸν Πειθίαν anführt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0521.png Seite 521]] ἡ, das Nachahmen eines Tones, Wortes, Sp., vgl. Hermog. inv. 4, 7, der als Beispiel πείθει τὸν Πειθίαν anführt.
}}
{{ls
|lstext='''παρήχησις''': ἡ, «[[παρήχησις]] ἐστὶ [[σχῆμα]] λόγου, [[ὅταν]] δύο ἢ [[τρεῖς]] ἢ τέσσαρας λέξεις ἢ ὀνόματα εἴπῃ τις ὁμοίως μὲν ἠχοῦντα, διάφορον δὲ τὴν δήλωσιν ἔχοντα˙ ὡς πείθει τὸν Πειθέαν» Ἑρμογ.˙ «ἀνέπλασε [[Πλάτων]] πεπλασμένα ὀνόματα» Σουΐδ., κτλ.˙ - [[οὕτως]], παρήχημα, τό, Σουΐδ.˙ - ἐπίθ., παρηχητικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς παρήχησιν, ὁ αὐτ.˙ - Ἐπίρρ., -κῶς, Εὐστ. 1618. 17˙ πρβλ. Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 3. σ. 618.
}}
}}

Revision as of 09:16, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρήχησις Medium diacritics: παρήχησις Low diacritics: παρήχησις Capitals: ΠΑΡΗΧΗΣΙΣ
Transliteration A: parḗchēsis Transliteration B: parēchēsis Transliteration C: parichisis Beta Code: parh/xhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, = foreg., Hermog. Inv.4.7.

German (Pape)

[Seite 521] ἡ, das Nachahmen eines Tones, Wortes, Sp., vgl. Hermog. inv. 4, 7, der als Beispiel πείθει τὸν Πειθίαν anführt.

Greek (Liddell-Scott)

παρήχησις: ἡ, «παρήχησις ἐστὶ σχῆμα λόγου, ὅταν δύο ἢ τρεῖς ἢ τέσσαρας λέξεις ἢ ὀνόματα εἴπῃ τις ὁμοίως μὲν ἠχοῦντα, διάφορον δὲ τὴν δήλωσιν ἔχοντα˙ ὡς πείθει τὸν Πειθέαν» Ἑρμογ.˙ «ἀνέπλασε Πλάτων πεπλασμένα ὀνόματα» Σουΐδ., κτλ.˙ - οὕτως, παρήχημα, τό, Σουΐδ.˙ - ἐπίθ., παρηχητικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς παρήχησιν, ὁ αὐτ.˙ - Ἐπίρρ., -κῶς, Εὐστ. 1618. 17˙ πρβλ. Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 3. σ. 618.