μεταμέλει: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
(8) |
(6_20) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=metame/lei | |Beta Code=metame/lei | ||
|Definition=impf. <b class="b3">μετέμελε</b>: fut. -<b class="b3">μελήσει</b>: aor. <b class="b3">μετεμέλησε</b>: (μέλω): <span class="sense"> <span class="bld">I</span> impers., <b class="b2">it repents</b> me, <b class="b2">rues</b> me:—Constr.: </span><span class="sense"> <span class="bld">1</span> c. dat. pers. et gen. rei, ὑμῖν μεταμελησάτω τῶν πεπραγμένων <span class="bibl">Lys.30.30</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>231a</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.3.32</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> more freq. c. dat. rei in part. agreeing with the dat. pers., <b class="b3">μετεμέλησέ οἱ τὸν Ἑλλήσποντον μαστιγώσαντι</b> <b class="b2">it repented him of</b> having scourged it, <span class="bibl">Hdt.7.54</span>, cf. <span class="bibl">1.130</span>, <span class="bibl">3.140</span>, <span class="bibl">Antipho 5.91</span>; <b class="b3">οὔτε μοι μεταμέλει οὕτως ἀπολογησαμένῳ</b> I do not <b class="b2">regret</b> having thus defended myself, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ap.</span>38e</span>; also <b class="b3">μ. μοι ὅτι</b> . . <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>5.3.6</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> abs., <b class="b3">μ. τινί</b> <b class="b2">it repents</b> one, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>358</span>, <span class="bibl">Antipho 5.94</span>, <span class="bibl">Lys.16.2</span>: also without a dat., <b class="b3">ξυνέβη ὑμῖν πεισθῆναι μὲν ἀκεραίοις μεταμέλειν δὲ κακουμένοις</b> <b class="b2">to repent</b> when in distress, <span class="bibl">Th.2.61</span>; μεταλαμβάνειν ταὐτὰ καὶ μεταμέλειν ἐν ταῖς πράξεσιν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>356d</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">4</span> part. neut. <b class="b3">μεταμέλον</b> abs., <b class="b2">since it repented</b> him, τῶν ἀνηλωμένων αὐτοῖς μ. <span class="bibl">Isoc. 18.60</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>114a</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> seldom with nom., <b class="b2">cause repentance</b> or <b class="b2">sorrow</b>, τῷ Ἀρίστωνι τὸ εἰρημένον μετέμελε <span class="bibl">Hdt.6.63</span>; τοῖσι . . ἡγεομένοισι τὰ πεπρηγμένα μετέμελε οὐδέν <span class="bibl">Id.9.1</span>; ὡς αὐτοῖσι μεταμέλῃ πόνος <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>771</span> (nowh. else in Trag.); οἶμαι δέ σοι ταῦτα μεταμελήσειν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1114</span>.—Cf. <b class="b3">μεταμέλομαι</b>.</span> | |Definition=impf. <b class="b3">μετέμελε</b>: fut. -<b class="b3">μελήσει</b>: aor. <b class="b3">μετεμέλησε</b>: (μέλω): <span class="sense"> <span class="bld">I</span> impers., <b class="b2">it repents</b> me, <b class="b2">rues</b> me:—Constr.: </span><span class="sense"> <span class="bld">1</span> c. dat. pers. et gen. rei, ὑμῖν μεταμελησάτω τῶν πεπραγμένων <span class="bibl">Lys.30.30</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>231a</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.3.32</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> more freq. c. dat. rei in part. agreeing with the dat. pers., <b class="b3">μετεμέλησέ οἱ τὸν Ἑλλήσποντον μαστιγώσαντι</b> <b class="b2">it repented him of</b> having scourged it, <span class="bibl">Hdt.7.54</span>, cf. <span class="bibl">1.130</span>, <span class="bibl">3.140</span>, <span class="bibl">Antipho 5.91</span>; <b class="b3">οὔτε μοι μεταμέλει οὕτως ἀπολογησαμένῳ</b> I do not <b class="b2">regret</b> having thus defended myself, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ap.</span>38e</span>; also <b class="b3">μ. μοι ὅτι</b> . . <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>5.3.6</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> abs., <b class="b3">μ. τινί</b> <b class="b2">it repents</b> one, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>358</span>, <span class="bibl">Antipho 5.94</span>, <span class="bibl">Lys.16.2</span>: also without a dat., <b class="b3">ξυνέβη ὑμῖν πεισθῆναι μὲν ἀκεραίοις μεταμέλειν δὲ κακουμένοις</b> <b class="b2">to repent</b> when in distress, <span class="bibl">Th.2.61</span>; μεταλαμβάνειν ταὐτὰ καὶ μεταμέλειν ἐν ταῖς πράξεσιν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>356d</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">4</span> part. neut. <b class="b3">μεταμέλον</b> abs., <b class="b2">since it repented</b> him, τῶν ἀνηλωμένων αὐτοῖς μ. <span class="bibl">Isoc. 18.60</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>114a</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> seldom with nom., <b class="b2">cause repentance</b> or <b class="b2">sorrow</b>, τῷ Ἀρίστωνι τὸ εἰρημένον μετέμελε <span class="bibl">Hdt.6.63</span>; τοῖσι . . ἡγεομένοισι τὰ πεπρηγμένα μετέμελε οὐδέν <span class="bibl">Id.9.1</span>; ὡς αὐτοῖσι μεταμέλῃ πόνος <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>771</span> (nowh. else in Trag.); οἶμαι δέ σοι ταῦτα μεταμελήσειν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1114</span>.—Cf. <b class="b3">μεταμέλομαι</b>.</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μεταμέλει''': παρατ. μετέμελε, μέλλ. -μελήσει, ἀόρ. μετεμέλησε, ([[μέλω]]). Ι. ἀπροσ., ἐπέρχεται [[μεταμέλεια]], Λατ. poenitet me: ― Συντάσσ.· 1) [[μετὰ]] δοτ. προσ. καὶ γεν. πραγμ., ὑμῖν μεταμελησάτω τῶν πεπραγμένων, εἰς ὑμᾶς ἂς ἐπέλθῃ [[μεταμέλεια]], σεῖς νὰ μετανοήσητε δι’ ὅσα ἐπράξατε, Λυσ. 186. 12. πρβλ. Φαῖδρ. 231Α, Ξεν Κύρ. 8. 3, 32. 2) συχνότερον τὸ [[πρᾶγμα]] περὶ οὗ τις μετανοεῖ τίθεται κατὰ μετοχὴν συμφωνοῦσαν πρὸς τὴν δοτ., μετεμέλησέ οἱ τὸν Ἑλλήσποντον μαστιγώσαντι, μετενόησεν ὅτι ἐμαστίγωσε, Ἡρόδ. 7. 54, πρβλ. 1. 130., 3. 36, 140, Ἀντιφῶν 140. 18· [[μεταμέλει]] μοι [[οὕτως]] ἀπολογησαμένῳ, μετανοῶ ὅτι [[οὕτως]] ἀπελογήθην, Πλάτ. Ἀπολ. 38Ε· ― οὕτω, μ. μοι ὅτι..., Ξεν. Κύρ. 5. 3, 6. 3) [[συχνάκις]] ἀπολ., μ. μοι, μετανοῶ, Ἀριστοφ. Πλ. 358, Ἀντιφῶν 140. 33· ― [[ἐνίοτε]] κεῖται [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ μὴ διακρίνηται ἀπὸ τοῦ [[μεταμέλομαι]] 3· ξυνέβη ὑμῖν πεισθῆναι μὲν ἀκεραίοις μεταμέλειν δὲ κακουμένοις, συνέβη ὑμῖν [[ὥστε]] να πεισθῆτε μὲν ὅτε αἱ δυνάμεις ὑμῶν ἦσαν ἀκέραιοι, νὰ μετανοῆτε δὲ νῦν ὅτε εὑρέθητε ἐν δεινοῖς, Θουκ. 2. 61· μεταλαμβάνειν ταὐτὰ καὶ μεταμέλειν Πλάτ. Πρωτ. 356D. 4) μετοχ. οὐδετ. μεταμέλον, ἀπολ., τῶν μὲν ἀνηλωμένων αὐτοῖς μεταμέλον, ἐνῷ ἐκεῖνοι μετενόουν δι’ ὅσα ἐδαπάνησαν, Ἰσοκρ. 382C, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 113Ε. ΙΙ. σπανίως μετ’ ὀνομαστ., προξενῶ μετάνοιαν ἢ θλῖψιν, τῷ Ἀρίστωνι μετέμελε τὸ εἰρημένον (ἀντὶ τοῦ εἰρημένου) Ἡρόδ. 6. 63· τοῖσι... ἡγεομένοισι τὰ πεπρηγμένα μετέμελε οὐδὲν ὁ αὐτ. 9. 1· ὡς αὐτοῖσι μεταμέλῃ [[πόνος]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 771 ([[οὐδαμοῦ]] ἀλλαχοῦ παρὰ τοῖς Τραγ., καὶ αὐτὸς δὲ [[οὗτος]] ὁ [[στίχος]] θεωρεῖται [[ὕποπτος]]), [[οἶμαι]] δέ σοι [[ταῦτα]] μεταμελήσειν Ἀριστοφ. Νεφ. 1114. ― Πρβλ. [[μεταμέλομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:35, 5 August 2017
English (LSJ)
impf. μετέμελε: fut. -μελήσει: aor. μετεμέλησε: (μέλω): I impers., it repents me, rues me:—Constr.: 1 c. dat. pers. et gen. rei, ὑμῖν μεταμελησάτω τῶν πεπραγμένων Lys.30.30, cf. Pl.Phdr.231a, X.Cyr.8.3.32. 2 more freq. c. dat. rei in part. agreeing with the dat. pers., μετεμέλησέ οἱ τὸν Ἑλλήσποντον μαστιγώσαντι it repented him of having scourged it, Hdt.7.54, cf. 1.130, 3.140, Antipho 5.91; οὔτε μοι μεταμέλει οὕτως ἀπολογησαμένῳ I do not regret having thus defended myself, Pl.Ap.38e; also μ. μοι ὅτι . . X.Cyr.5.3.6. 3 abs., μ. τινί it repents one, Ar.Pl.358, Antipho 5.94, Lys.16.2: also without a dat., ξυνέβη ὑμῖν πεισθῆναι μὲν ἀκεραίοις μεταμέλειν δὲ κακουμένοις to repent when in distress, Th.2.61; μεταλαμβάνειν ταὐτὰ καὶ μεταμέλειν ἐν ταῖς πράξεσιν Pl.Prt.356d. 4 part. neut. μεταμέλον abs., since it repented him, τῶν ἀνηλωμένων αὐτοῖς μ. Isoc. 18.60, cf. Pl.Phd.114a. II seldom with nom., cause repentance or sorrow, τῷ Ἀρίστωνι τὸ εἰρημένον μετέμελε Hdt.6.63; τοῖσι . . ἡγεομένοισι τὰ πεπρηγμένα μετέμελε οὐδέν Id.9.1; ὡς αὐτοῖσι μεταμέλῃ πόνος A.Eu.771 (nowh. else in Trag.); οἶμαι δέ σοι ταῦτα μεταμελήσειν Ar.Nu.1114.—Cf. μεταμέλομαι.
Greek (Liddell-Scott)
μεταμέλει: παρατ. μετέμελε, μέλλ. -μελήσει, ἀόρ. μετεμέλησε, (μέλω). Ι. ἀπροσ., ἐπέρχεται μεταμέλεια, Λατ. poenitet me: ― Συντάσσ.· 1) μετὰ δοτ. προσ. καὶ γεν. πραγμ., ὑμῖν μεταμελησάτω τῶν πεπραγμένων, εἰς ὑμᾶς ἂς ἐπέλθῃ μεταμέλεια, σεῖς νὰ μετανοήσητε δι’ ὅσα ἐπράξατε, Λυσ. 186. 12. πρβλ. Φαῖδρ. 231Α, Ξεν Κύρ. 8. 3, 32. 2) συχνότερον τὸ πρᾶγμα περὶ οὗ τις μετανοεῖ τίθεται κατὰ μετοχὴν συμφωνοῦσαν πρὸς τὴν δοτ., μετεμέλησέ οἱ τὸν Ἑλλήσποντον μαστιγώσαντι, μετενόησεν ὅτι ἐμαστίγωσε, Ἡρόδ. 7. 54, πρβλ. 1. 130., 3. 36, 140, Ἀντιφῶν 140. 18· μεταμέλει μοι οὕτως ἀπολογησαμένῳ, μετανοῶ ὅτι οὕτως ἀπελογήθην, Πλάτ. Ἀπολ. 38Ε· ― οὕτω, μ. μοι ὅτι..., Ξεν. Κύρ. 5. 3, 6. 3) συχνάκις ἀπολ., μ. μοι, μετανοῶ, Ἀριστοφ. Πλ. 358, Ἀντιφῶν 140. 33· ― ἐνίοτε κεῖται οὕτως ὥστε νὰ μὴ διακρίνηται ἀπὸ τοῦ μεταμέλομαι 3· ξυνέβη ὑμῖν πεισθῆναι μὲν ἀκεραίοις μεταμέλειν δὲ κακουμένοις, συνέβη ὑμῖν ὥστε να πεισθῆτε μὲν ὅτε αἱ δυνάμεις ὑμῶν ἦσαν ἀκέραιοι, νὰ μετανοῆτε δὲ νῦν ὅτε εὑρέθητε ἐν δεινοῖς, Θουκ. 2. 61· μεταλαμβάνειν ταὐτὰ καὶ μεταμέλειν Πλάτ. Πρωτ. 356D. 4) μετοχ. οὐδετ. μεταμέλον, ἀπολ., τῶν μὲν ἀνηλωμένων αὐτοῖς μεταμέλον, ἐνῷ ἐκεῖνοι μετενόουν δι’ ὅσα ἐδαπάνησαν, Ἰσοκρ. 382C, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 113Ε. ΙΙ. σπανίως μετ’ ὀνομαστ., προξενῶ μετάνοιαν ἢ θλῖψιν, τῷ Ἀρίστωνι μετέμελε τὸ εἰρημένον (ἀντὶ τοῦ εἰρημένου) Ἡρόδ. 6. 63· τοῖσι... ἡγεομένοισι τὰ πεπρηγμένα μετέμελε οὐδὲν ὁ αὐτ. 9. 1· ὡς αὐτοῖσι μεταμέλῃ πόνος Αἰσχύλ. Εὐμ. 771 (οὐδαμοῦ ἀλλαχοῦ παρὰ τοῖς Τραγ., καὶ αὐτὸς δὲ οὗτος ὁ στίχος θεωρεῖται ὕποπτος), οἶμαι δέ σοι ταῦτα μεταμελήσειν Ἀριστοφ. Νεφ. 1114. ― Πρβλ. μεταμέλομαι.