γεωργικός: Difference between revisions

From LSJ

ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever

Source
(13_5)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0488.png Seite 488]] ή, όν, zum Landbau gehörig, σκεύη Ar. Pax 544; [[βίος]] Plat. Phaedr. 248 e; νόμοι Legg. VIII, 842 e; ἡ γ. [[τέχνη]], Kunst des Ackerbaues, Phaedr. 276 b; Arist. Polit. 1, 8 u. öfter; ὁ [[γεωργικός]], im Landbau erfahren, περὶ γῆν [[φρόνιμος]] Plat. Gorg. 490 e; [[λεώς]] Ar. Pax 887; Xen. Mem. 1, 1, 7; superl. 3, 3, 9; Freund des Ackerbaues, Plut. qu. Rom. 19. – Adv., Clem. Al.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0488.png Seite 488]] ή, όν, zum Landbau gehörig, σκεύη Ar. Pax 544; [[βίος]] Plat. Phaedr. 248 e; νόμοι Legg. VIII, 842 e; ἡ γ. [[τέχνη]], Kunst des Ackerbaues, Phaedr. 276 b; Arist. Polit. 1, 8 u. öfter; ὁ [[γεωργικός]], im Landbau erfahren, περὶ γῆν [[φρόνιμος]] Plat. Gorg. 490 e; [[λεώς]] Ar. Pax 887; Xen. Mem. 1, 1, 7; superl. 3, 3, 9; Freund des Ackerbaues, Plut. qu. Rom. 19. – Adv., Clem. Al.
}}
{{ls
|lstext='''γεωργικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς καλλιεργίαν, σκεύη, [[βίος]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 552, 590· ὁ γ. [[λεώς]], ὁ χωρικὸς [[λαός]], ὁ αὐτ. 920· κόποι γ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4659· [[βιβλίον]] περὶ τῆς ἀγροτικῆς οἰκονομίας, Πλούτ. Κάτ. Πρεσβ. 25·―ἡ γ. (ἐνν. [[τέχνη]]), καλλιεργία τῆς γῆς, Πλάτ. Νόμ. 889Β, κτλ.·―τὰ γεωργικά, χωράφια, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1044D· ἀλλ᾿ ὡσαύτ., [[πραγματεία]] περὶ γεωργίας, Ἀθήν. 649D. ΙΙ. [[ἐπιτήδειος]], [[ἔμπειρος]] περὶ τὴν γεωργίαν, Ἀριστ. Πολ. 4. 3, 2·―ὡς οὐσιαστ., καλὸς [[γεωργός]], Πλάτ. Ἀπολ. 20Β, κτλ.· ὁ ἐπιδιώκων, ἀγαπῶν ἀγροτικὰ ἔργα, Πλούτ. 2. 268Β·―ἐπιρρ. –κῶς Κλήμ. Ἀλ. 325, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 141.
}}
}}

Revision as of 09:51, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεωργικός Medium diacritics: γεωργικός Low diacritics: γεωργικός Capitals: ΓΕΩΡΓΙΚΟΣ
Transliteration A: geōrgikós Transliteration B: geōrgikos Transliteration C: georgikos Beta Code: gewrgiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A agricultural, σκεύη Ar.Pax 552; κόποι γ. CIG4659 (Palestine, iii A. D.); ὑπηρεσία BGU 197.17 (i A. D.); βιβλίον γ. a book on rural economy, Plu.Cato Ma.25; ἡ γ. (sc. τέχνη) agriculture, farming, Pl.Lg.889d, etc.; τὰ γ. lands, Chrysipp.Stoic.3.180; also, treatise on agriculture, Democr.26b, Ath. 14.649d; esp. that of Nicander, Id.3.92c.    II occupied or skilled in farming, Arist.Pol.1317a25; δῆμος ib.1318b9; λεώς Ar.Pax920:— as Subst., a good farmer, Pl.Ap.20b, etc.; fond of rural pursuits, Plu.2.268c. Adv. -κῶς Poll.7.141.

German (Pape)

[Seite 488] ή, όν, zum Landbau gehörig, σκεύη Ar. Pax 544; βίος Plat. Phaedr. 248 e; νόμοι Legg. VIII, 842 e; ἡ γ. τέχνη, Kunst des Ackerbaues, Phaedr. 276 b; Arist. Polit. 1, 8 u. öfter; ὁ γεωργικός, im Landbau erfahren, περὶ γῆν φρόνιμος Plat. Gorg. 490 e; λεώς Ar. Pax 887; Xen. Mem. 1, 1, 7; superl. 3, 3, 9; Freund des Ackerbaues, Plut. qu. Rom. 19. – Adv., Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

γεωργικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς καλλιεργίαν, σκεύη, βίος Ἀριστοφ. Εἰρ. 552, 590· ὁ γ. λεώς, ὁ χωρικὸς λαός, ὁ αὐτ. 920· κόποι γ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4659· βιβλίον περὶ τῆς ἀγροτικῆς οἰκονομίας, Πλούτ. Κάτ. Πρεσβ. 25·―ἡ γ. (ἐνν. τέχνη), καλλιεργία τῆς γῆς, Πλάτ. Νόμ. 889Β, κτλ.·―τὰ γεωργικά, χωράφια, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1044D· ἀλλ᾿ ὡσαύτ., πραγματεία περὶ γεωργίας, Ἀθήν. 649D. ΙΙ. ἐπιτήδειος, ἔμπειρος περὶ τὴν γεωργίαν, Ἀριστ. Πολ. 4. 3, 2·―ὡς οὐσιαστ., καλὸς γεωργός, Πλάτ. Ἀπολ. 20Β, κτλ.· ὁ ἐπιδιώκων, ἀγαπῶν ἀγροτικὰ ἔργα, Πλούτ. 2. 268Β·―ἐπιρρ. –κῶς Κλήμ. Ἀλ. 325, Πολυδ. Ζ΄, 141.