βαναυσία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source
(13_5)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0431.png Seite 431]] ἡ, das Handwerk, Her. 2, 165; vgl. 177 u. [[βάναυσος]], Poll. 1, 50; das Handwerksmäßige, Mechanische, Geistlose, Gemeine, β. [[ἦθος]] ἀποτρέπει ἐλεύθερον Plat. Legg. V, 741 e; vgl. Rep. IX, 590 c; der [[παιδεία]] entgegengesetzt Arist. Pol. 6, 2; als ὑπερβολὴ μεγαλοπρεπείας bezeichnet, Eth. Nic. 4, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0431.png Seite 431]] ἡ, das Handwerk, Her. 2, 165; vgl. 177 u. [[βάναυσος]], Poll. 1, 50; das Handwerksmäßige, Mechanische, Geistlose, Gemeine, β. [[ἦθος]] ἀποτρέπει ἐλεύθερον Plat. Legg. V, 741 e; vgl. Rep. IX, 590 c; der [[παιδεία]] entgegengesetzt Arist. Pol. 6, 2; als ὑπερβολὴ μεγαλοπρεπείας bezeichnet, Eth. Nic. 4, 2.
}}
{{ls
|lstext='''βᾰναυσία''': ἡ, τὸ [[ἐπάγγελμα]] τοῦ βαναύσου, [[ἤτοι]] ἁπλοῦ ἐργάτου ἐργαζομένου μηχανικὴν ἐργασίαν [[ἄνευ]] ἐνεργείας τοῦ πνεύματος, ὡς τὰ [[χειρωναξία]] καὶ [[τέχνη]], Ἡρόδ. 2.165, πρβλ. 167, κτλ. ΙΙ. ὁ [[βίος]], αἱ ἕξεις καὶ ὁ [[τρόπος]] τοῦ ἁπλοῦ ἐργάτου, [[ἀγροικία]], [[ἔλλειψις]] ἀνατροφῆς, τρόπων, αἰσθήματος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 6., 4.2, 4, πρβλ. Πολ.6.2, 7.
}}
}}

Revision as of 09:56, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰναυσία Medium diacritics: βαναυσία Low diacritics: βαναυσία Capitals: ΒΑΝΑΥΣΙΑ
Transliteration A: banausía Transliteration B: banausia Transliteration C: vanafsia Beta Code: banausi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A handicraft, Hdt.2.165, Pl.R.590c, etc.    II the habits of a mere artisan, vulgarity, bad taste, Arist.EN1107b19, Pol. 1317b41, UPZ62.3 (ii B. C.).    2 quackery, charlatanism, Hp.Morb. Sacr.18.

German (Pape)

[Seite 431] ἡ, das Handwerk, Her. 2, 165; vgl. 177 u. βάναυσος, Poll. 1, 50; das Handwerksmäßige, Mechanische, Geistlose, Gemeine, β. ἦθος ἀποτρέπει ἐλεύθερον Plat. Legg. V, 741 e; vgl. Rep. IX, 590 c; der παιδεία entgegengesetzt Arist. Pol. 6, 2; als ὑπερβολὴ μεγαλοπρεπείας bezeichnet, Eth. Nic. 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰναυσία: ἡ, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ βαναύσου, ἤτοι ἁπλοῦ ἐργάτου ἐργαζομένου μηχανικὴν ἐργασίαν ἄνευ ἐνεργείας τοῦ πνεύματος, ὡς τὰ χειρωναξία καὶ τέχνη, Ἡρόδ. 2.165, πρβλ. 167, κτλ. ΙΙ. ὁ βίος, αἱ ἕξεις καὶ ὁ τρόπος τοῦ ἁπλοῦ ἐργάτου, ἀγροικία, ἔλλειψις ἀνατροφῆς, τρόπων, αἰσθήματος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 6., 4.2, 4, πρβλ. Πολ.6.2, 7.