προσγράφω: Difference between revisions
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(13_4) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0754.png Seite 754]] hinzu-, dabeischreiben; Plat. Ep. III, 316 a; τῷ τῆς αἰτίας ὀνόματι τιμωρίαν, Dem. 23, 26, u. öfter; Ggstz von [[ἀπαλείφω]], 46, 11; auch im med., μὴ προσγραψάμενος τὴν αὐτὴν φυλακήν, 22, 71; Folgde; auch zuschreiben, zueignen, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0754.png Seite 754]] hinzu-, dabeischreiben; Plat. Ep. III, 316 a; τῷ τῆς αἰτίας ὀνόματι τιμωρίαν, Dem. 23, 26, u. öfter; Ggstz von [[ἀπαλείφω]], 46, 11; auch im med., μὴ προσγραψάμενος τὴν αὐτὴν φυλακήν, 22, 71; Folgde; auch zuschreiben, zueignen, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προσγράφω''': [ᾰ], μέλλ. -ψω, [[γράφω]] [[προσέτι]], προσθέτω διὰ γραφῆς, Ἀνδοκ. 28. 32· ἄν τι προσγράψαι βουληθῇ ἢ ἀπαλείψαι Δημ. 1132. 14· πρ. τιμωρίαν ὀνόματι τῆς αἰτίας ὁ αὐτ. 629. 1· πρ. τινὰ τῇ βουλῇ τῇ πολιτείᾳ Πλουτ. Ποπλικ. 21, κτλ.· ― τὰ προσγεγραμμένα, ὅροι προστιθέμενοι εἰς συνθήκην τινά, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 37· προσγραφῆναι εἰς στήλην Λυσί. 136. 31· πρὸς φυλὴν προσγαφῆναι ὁποίαν ἂν βούλωνται Συλλ. Ἐπιγρ. 2330. 11., 2333, πρβλ. 2060. 29· ― Μεσ., ἐνεργῶ [[ὥστε]] νὰ ἐγγραφῇ τις [[προσέτι]], Ἰσαῖ. 79. 11, Δημ. 615. 24. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:57, 5 August 2017
English (LSJ)
Dor. ποτι- Berl.Sitzb.1927.8 (Locris, v B.C.), ποι- SIG56.46 (Argos, v B.C.):—
A write besides, add in writing, And.3.40, IG12(2).645.50 (Nesus), PCair.Zen.696.9 (iii B.C.), SIG723.20 (Rhodes, ii/i B.C., ποτι-), al.; εἴ τι προσγράψαι ἢ ἀπαλεῖψαι ἐβουλήθη D.46.11; π. τῷ τῆς αἰτίας ὀνόματι τιμωρίαν Id.23.26; προσγράψαι πρὸς τὸν ὅρκον τὸν τῆς βουλῆς Supp.Epigr.3.713.11 (Lex Attica, v B.C.):—Pass., τὰ προσγεγραμμένα conditions added to a treaty, X.HG7.1.37; προσγραφῆναι εἰς στήλην Lys.13.72: Gramm., to be added in writing (instead of being omitted), τὸ ῑ (sc. in νῶι) προσγεγράψεται A.D.Pron.87.10, cf. D.T.639.14. 2 add to a list of persons, enrol, register, π. τινὰ τῇ βουλῇ, τῇ πολιτείᾳ, Plu.Publ.21, Num.8; π. τοὺς εὐνούχους εἰς τὰ τῶν σωφρονούντων ἤθη Philostr.VA1.33:—Med., cause to be registered besides, Is.10.2, D.22.71; register, enrol oneself, πρὸς φυλὴν προσγράψασθαι ὁποίαν ἂν βούλωνται IG12(5).821.11 (Tenos), cf. 825.26 (ibid.), SIG645.60 (Byzantium, ii B.C., ποτι-):—Pass., ποτιγραφῆμεν ποθ' ἅν κα θέλῃ τᾶν ἑκατοστύων IPE12.79.29 (Olbia, i A.D.); οἱ προσγεγραμμένοι LXX Da.3.3: but, of property, to be marked for confiscation, εἰ προσγραφήσεται τὰ ἐμά Astramps. Orac. 82p.6H. (leg. προγρ-). 3 ascribe, attribute, τὰ ἴδια τοῦ ἀσωμάτου τοῖς σώμασι Porph.Sent.33. 4 prescribe, σκορπιοπλήκτοις προσγέγραπται Philum.Ven.14.8. II paint together with or beside, τοὺς ποταμίους τῶν ἵππων τῷ Νείλῳ Philostr.Im.1.5, cf. Palaeph.45:—Pass., Philostr.Im. 1.16.
German (Pape)
[Seite 754] hinzu-, dabeischreiben; Plat. Ep. III, 316 a; τῷ τῆς αἰτίας ὀνόματι τιμωρίαν, Dem. 23, 26, u. öfter; Ggstz von ἀπαλείφω, 46, 11; auch im med., μὴ προσγραψάμενος τὴν αὐτὴν φυλακήν, 22, 71; Folgde; auch zuschreiben, zueignen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσγράφω: [ᾰ], μέλλ. -ψω, γράφω προσέτι, προσθέτω διὰ γραφῆς, Ἀνδοκ. 28. 32· ἄν τι προσγράψαι βουληθῇ ἢ ἀπαλείψαι Δημ. 1132. 14· πρ. τιμωρίαν ὀνόματι τῆς αἰτίας ὁ αὐτ. 629. 1· πρ. τινὰ τῇ βουλῇ τῇ πολιτείᾳ Πλουτ. Ποπλικ. 21, κτλ.· ― τὰ προσγεγραμμένα, ὅροι προστιθέμενοι εἰς συνθήκην τινά, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 37· προσγραφῆναι εἰς στήλην Λυσί. 136. 31· πρὸς φυλὴν προσγαφῆναι ὁποίαν ἂν βούλωνται Συλλ. Ἐπιγρ. 2330. 11., 2333, πρβλ. 2060. 29· ― Μεσ., ἐνεργῶ ὥστε νὰ ἐγγραφῇ τις προσέτι, Ἰσαῖ. 79. 11, Δημ. 615. 24.