ἐρέω: Difference between revisions
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
(a) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1026.png Seite 1026]] s. [[ἔρω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1026.png Seite 1026]] s. [[ἔρω]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐρέω''': (Α), Ἐπ. [[ῥῆμα]]. = [[ἐρεείνω]], [[ἔρομαι]], [[ἐρωτάω]] (δὲν πρέπει δὲ νὰ συγχέηται πρὸς τὸ [[ἐρέω]] (Β): - [[ἐξετάζω]] νὰ μάθω, μ. αἰτ. πράγμ., [[περί]] τινος, ἐρέων γενεήν τε τόκον τε Ἰλ. Η. 128, πρβλ. Ὀδ. Φ. 31. 1) μετ’ αἰτ. προσ., ἐρωτῶ, ἀλλ· ἄγε δή τινα μάντιν [[ἐρείομεν]] ἢ ἱερῆα (Ἐπικ. ἀντὶ ἐρέωμεν), Ἰλ. Α. 62· ἀλλήλους ἐρέοιμεν Ὀδ. Δ. 192· [[ὅπως]] ἐρέοιμι ἑκάστην Λ. 229. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:07, 5 August 2017
English (LSJ)
(A), Ep. Verb,
A = ἐρεείνω, ἔρομαι, ἐρωτάω, ask, inquire, c. acc. rei, about a thing, ἐρέων γενεήν τε τόκον τε Il.7.128, cf. Od.21.31 ; seek for, Ὕλαν A.R.1.1354. 2 c. acc. pers., question, μάντιν ἐρείομεν (v. infr.) ἢ ἱερῆα Il.1.62 ; ἀλλήλους ἐρέοιμεν Od.4.192 ; ὅπως ἐρέοιμι ἑκάστην 11.229. 3 c. acc. rei, search, explore, ἰλυούς Nic.Th.143 (v.l. ἐρέθοντες). (Prob. ἐρε (ϝ)-, cf. ἐρευτής : ἐρείομεν perh. metri gr. for ἐρέ (ϝ) -ο-μεν, pres. subj. of non-thematic stem.)
ἐρέω (B), Ion. for ἐρῶ, I
A will say ; v. ἐρῶ.
ἐρέω (C), Ion. for ἐράω (A).
German (Pape)
[Seite 1026] s. ἔρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρέω: (Α), Ἐπ. ῥῆμα. = ἐρεείνω, ἔρομαι, ἐρωτάω (δὲν πρέπει δὲ νὰ συγχέηται πρὸς τὸ ἐρέω (Β): - ἐξετάζω νὰ μάθω, μ. αἰτ. πράγμ., περί τινος, ἐρέων γενεήν τε τόκον τε Ἰλ. Η. 128, πρβλ. Ὀδ. Φ. 31. 1) μετ’ αἰτ. προσ., ἐρωτῶ, ἀλλ· ἄγε δή τινα μάντιν ἐρείομεν ἢ ἱερῆα (Ἐπικ. ἀντὶ ἐρέωμεν), Ἰλ. Α. 62· ἀλλήλους ἐρέοιμεν Ὀδ. Δ. 192· ὅπως ἐρέοιμι ἑκάστην Λ. 229.