πολυδευκής: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(13_5) |
(6_7) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0661.png Seite 661]] ές, v. l. Od. 19, 521 für [[πολυηχής]], wie Ael. H. A. 5, 38 bemerkt; es soll nach einigen Erklärern von δεῦκος = [[γλεῦκος]] herkommen und »sehr süß« bedeuten; nach Andern von einem ungebräuchlichen [[δευκής]], das die Gramm. bald durch ἐοικώς, [[ὅμοιος]], bald durch [[λαμπρός]] erkl. Vgl. Nic. Ther. 209. 625. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0661.png Seite 661]] ές, v. l. Od. 19, 521 für [[πολυηχής]], wie Ael. H. A. 5, 38 bemerkt; es soll nach einigen Erklärern von δεῦκος = [[γλεῦκος]] herkommen und »sehr süß« bedeuten; nach Andern von einem ungebräuchlichen [[δευκής]], das die Gramm. bald durch ἐοικώς, [[ὅμοιος]], bald durch [[λαμπρός]] erkl. Vgl. Nic. Ther. 209. 625. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πολυδευκής''': -ές, [[λέξις]] εἰς ἣν παρατηρητέα τὰ αὐτὰ ὅσα καὶ εἰς τὸ [[ἀδευκής]]. [[Κατὰ]] πρῶτον ἀπαντᾷ ὡς κύρ. [[ὄνομα]] ([[μετὰ]] μεταβολῆς τοῦ τόνου) Πολυδεύκης, εος, ὁ, πιθανῶς, = ὁ πολλὴν δόξαν ἔχων, Πολύδεύκης, εἷς τῶν Διοσκόρων, υἱὸς τῆς Λήδας, ἀδελφὸς δὲ τοῦ Κάστορος, φημιζόμενος ἐν τοῖς ἀρχαίοις μύθοις ὡς πὺξ [[ἀγαθός]], Ἰλ. Γ. 237, Ὀδ. Α. 300· ― ὡς ἐπίθ. πολυδευκέα φωνήν, [[εἶναι]] διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ πολυηχέα ἐν Ὀδ. Τ. 521, ― τὴν γραφὴν πολυδευκέα μνημονεύει ὁ Αἰλ. π. Ζ. 5. 38, [[ὅστις]] λέγει: «ἤδη μέντοι τινὲς καὶ πολυδευκέα φωνὴν γράφουσι τὴν ποικίλως μεμιμημένην»· ὁ δὲ Ἡσύχ. τὸ πολυδευκέα φωνὴν ἑρμηνεύει «πολλοῖς ἐοικυῖαν»· ἡ [[λέξις]] ἀπαντᾷ [[ὡσαύτως]] ἐν Νικ. Θηρ. 209 (πολυδευκέα μορφήν [[μετὰ]] διαφ. γραφ. πολυδερκέα), καὶ 625 (ἑλιχρύσου π.), [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: τοῦ γλυκέος· ἰδὲ ἐν λ. [[ἀδευκής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:24, 5 August 2017
German (Pape)
[Seite 661] ές, v. l. Od. 19, 521 für πολυηχής, wie Ael. H. A. 5, 38 bemerkt; es soll nach einigen Erklärern von δεῦκος = γλεῦκος herkommen und »sehr süß« bedeuten; nach Andern von einem ungebräuchlichen δευκής, das die Gramm. bald durch ἐοικώς, ὅμοιος, bald durch λαμπρός erkl. Vgl. Nic. Ther. 209. 625.
Greek (Liddell-Scott)
πολυδευκής: -ές, λέξις εἰς ἣν παρατηρητέα τὰ αὐτὰ ὅσα καὶ εἰς τὸ ἀδευκής. Κατὰ πρῶτον ἀπαντᾷ ὡς κύρ. ὄνομα (μετὰ μεταβολῆς τοῦ τόνου) Πολυδεύκης, εος, ὁ, πιθανῶς, = ὁ πολλὴν δόξαν ἔχων, Πολύδεύκης, εἷς τῶν Διοσκόρων, υἱὸς τῆς Λήδας, ἀδελφὸς δὲ τοῦ Κάστορος, φημιζόμενος ἐν τοῖς ἀρχαίοις μύθοις ὡς πὺξ ἀγαθός, Ἰλ. Γ. 237, Ὀδ. Α. 300· ― ὡς ἐπίθ. πολυδευκέα φωνήν, εἶναι διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ πολυηχέα ἐν Ὀδ. Τ. 521, ― τὴν γραφὴν πολυδευκέα μνημονεύει ὁ Αἰλ. π. Ζ. 5. 38, ὅστις λέγει: «ἤδη μέντοι τινὲς καὶ πολυδευκέα φωνὴν γράφουσι τὴν ποικίλως μεμιμημένην»· ὁ δὲ Ἡσύχ. τὸ πολυδευκέα φωνὴν ἑρμηνεύει «πολλοῖς ἐοικυῖαν»· ἡ λέξις ἀπαντᾷ ὡσαύτως ἐν Νικ. Θηρ. 209 (πολυδευκέα μορφήν μετὰ διαφ. γραφ. πολυδερκέα), καὶ 625 (ἑλιχρύσου π.), ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: τοῦ γλυκέος· ἰδὲ ἐν λ. ἀδευκής.