κνυζόω: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
(13_5)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1464.png Seite 1464]] dunkel, trübe machen u. dadurch entstellen; Od. 13, 401 κνυζώσω δέ τοι [[ὄσσε]] [[πάρος]] περικαλλέ' ἐόντε u. 13, 433 κνύζωσεν δέ οἱ [[ὄσσε]]; eigtl. schäbig machen ([[κνύος]]) wie es auch alte Erkl. bei Eust. διὰ ψώρας αἰσχύνειν wiedergeben, während Andere es auf [[κνύζω]], [[κνύω]], = [[κνάω]], oder auf das angenommene [[κνυζός]] zurückführen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1464.png Seite 1464]] dunkel, trübe machen u. dadurch entstellen; Od. 13, 401 κνυζώσω δέ τοι [[ὄσσε]] [[πάρος]] περικαλλέ' ἐόντε u. 13, 433 κνύζωσεν δέ οἱ [[ὄσσε]]; eigtl. schäbig machen ([[κνύος]]) wie es auch alte Erkl. bei Eust. διὰ ψώρας αἰσχύνειν wiedergeben, während Andere es auf [[κνύζω]], [[κνύω]], = [[κνάω]], oder auf das angenommene [[κνυζός]] zurückführen.
}}
{{ls
|lstext='''κνυζόω''': μόνον ἐν Ὀδ., κνυζώσω δέ τοι [[ὄσσε]], [[πάρος]] περικαλλέ’ ἐόντε Ν. 401· κνύζωσεν δὲ οἱ [[ὄσσε]] [[αὐτόθι]] 433. ― [[κακόω]], [[βλάπτω]] τοὺς ὀφθαλμούς, προξενῶ εἰς αὐτοὺς ἀμαύρωσιν. ([[Κατὰ]] Ἡσύχ., κτλ., ἔκ τινος λέξεως κνυζός, [[ἀμυδρός]], [[σκοτεινός]]· ἀλλὰ τὸ ἐπίθ. τοῦτο φαίνεται ἐπινοηθέν· ― βέλτιον [[ἴσως]] ἐκ τοῦ [[κνύος]], καὶ οὕτω [[κυρίως]], καθιστῶ τι ἐσχαρῶδες, «κακαδιασμένον» Valck [[Ἄδων]]. σ. 381.).
}}
}}

Revision as of 10:37, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνυζόω Medium diacritics: κνυζόω Low diacritics: κνυζόω Capitals: ΚΝΥΖΟΩ
Transliteration A: knyzóō Transliteration B: knyzoō Transliteration C: knyzoo Beta Code: knuzo/w

English (LSJ)

(κνυζός)

   A make dim or dark, κνυζώσω δέ τοι ὄσσε πάρος περικαλλέ' ἐόντε Od.13.401, cf. 433. (Perh. connected with κνύζα A.)    II Dor., = ξύω, scratch, EM 522.54, prob. in Sophr.53 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 1464] dunkel, trübe machen u. dadurch entstellen; Od. 13, 401 κνυζώσω δέ τοι ὄσσε πάρος περικαλλέ' ἐόντε u. 13, 433 κνύζωσεν δέ οἱ ὄσσε; eigtl. schäbig machen (κνύος) wie es auch alte Erkl. bei Eust. διὰ ψώρας αἰσχύνειν wiedergeben, während Andere es auf κνύζω, κνύω, = κνάω, oder auf das angenommene κνυζός zurückführen.

Greek (Liddell-Scott)

κνυζόω: μόνον ἐν Ὀδ., κνυζώσω δέ τοι ὄσσε, πάρος περικαλλέ’ ἐόντε Ν. 401· κνύζωσεν δὲ οἱ ὄσσε αὐτόθι 433. ― κακόω, βλάπτω τοὺς ὀφθαλμούς, προξενῶ εἰς αὐτοὺς ἀμαύρωσιν. (Κατὰ Ἡσύχ., κτλ., ἔκ τινος λέξεως κνυζός, ἀμυδρός, σκοτεινός· ἀλλὰ τὸ ἐπίθ. τοῦτο φαίνεται ἐπινοηθέν· ― βέλτιον ἴσως ἐκ τοῦ κνύος, καὶ οὕτω κυρίως, καθιστῶ τι ἐσχαρῶδες, «κακαδιασμένον» Valck Ἄδων. σ. 381.).