φένω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176
(13_6b)
 
(6_3)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1261.png Seite 1261]] <b class="b2">tödten</b>, ungebr. Stammform, wovon [[φόνος]] und einige Zusammensetzungen des adj. verb. [[φατός]], wie [[Ἀρείφατος]], [[μυλήφατος]], όδυνήφατος. – Dazu gehört der epische aor. [[ἔπεφνον]], ich tödtete, oft bei Hom., mit u. ohne Augment; πεφνέμεν Il. 6, 180; das part. πεφνόντα hat Bekker Il. 16, 827, bei Wolf πέφνοντα (17, 539 [[καταπεφνών]]). Ein praes. πέφνω haben erst spätere Dichter, wie Opp. Hal. 2, 133. – Perf. πέφαμαι, von welchem Hom. πέφαται, Il. 17, 689, [[πέφανται]], Il. 5, 531. 15, 563 (s. auch [[φαίνω]]), u. den inf. [[πεφάσθαι]] braucht. – Fut. πεφήσομαι, πεφήσεαι, Il. 13, 829 Od. 22, 217.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1261.png Seite 1261]] <b class="b2">tödten</b>, ungebr. Stammform, wovon [[φόνος]] und einige Zusammensetzungen des adj. verb. [[φατός]], wie [[Ἀρείφατος]], [[μυλήφατος]], όδυνήφατος. – Dazu gehört der epische aor. [[ἔπεφνον]], ich tödtete, oft bei Hom., mit u. ohne Augment; πεφνέμεν Il. 6, 180; das part. πεφνόντα hat Bekker Il. 16, 827, bei Wolf πέφνοντα (17, 539 [[καταπεφνών]]). Ein praes. πέφνω haben erst spätere Dichter, wie Opp. Hal. 2, 133. – Perf. πέφαμαι, von welchem Hom. πέφαται, Il. 17, 689, [[πέφανται]], Il. 5, 531. 15, 563 (s. auch [[φαίνω]]), u. den inf. [[πεφάσθαι]] braucht. – Fut. πεφήσομαι, πεφήσεαι, Il. 13, 829 Od. 22, 217.
}}
{{ls
|lstext='''φένω''': [[φονεύω]], [[ῥῆμα]] ἀπαντῶν μόνον ἐν τῷ ἀορ. [[ἔπεφνον]], Ἰλ. Φ. 55, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1497. Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] πέφνον, Ἰλ. Ν. 363· ― (κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ μετ’ ἀναδιπλ. τύπου, πέφενον, ὡς τὸ [[λελαβέσθαι]], λελαθεῖν, [[πεπιθεῖν]])· ὑποτ. πέφνῃς, ῃ Ὀδ. Χ. 316, Ἰλ. Υ. 172· ἀπαρ. πεφνέμεν Ζ. 180· μετοχ. πέφνων (φέρεται παροξ. ὡς εἰ προῆλθεν ἐξ ἐνεστ. πέφνω), Π. 827, [[ἔνθα]] ἴδε Spilvn. (πρβλ. [[κατέπεφνον]])· τὸν δὲ ἐνεστ. τοῦτον παρέλαβε καὶ μετεχειρίσθη ὁ Ὀππ. ἐν τοῖς 2. 133· ― συντομώτερος [[τύπος]] τῆς ῥίζης [[εἶναι]] τὸ ΦΑ, εἰς ὃ πρέπει νὰ ἀναφέρηται καὶ ὁ παθ. πρκμ. πέφαμαι, οὗ ἔχει ὁ Ὅμ. τὸ γ΄ ἑνικ. καὶ πληθ. πέφαται Ἰλ. Ο. 140, κ. ἀλλ., [[πέφανται]] Ε. 531· τὸ ἀπαρ. [[πεφάσθαι]] Ν. 447· καὶ τὸν παθ. μέλλ. πεφήσεαι Ν. 829, Ο. 140, Ὀδ. Χ. 217· ἕτεροι δὲ τύποι μνημονεύονται παρὰ τοῖς Γραμμ., ἀόρ. α΄ φάσαι Φώτ., Ἡσύχ., πρβλ. Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 1. 69· ἀόρ. β΄ μετοχ. παφὼν Ἡσύχ.· ἀόρ. β΄ μέσ. ἀπέφατο = ἀπέθανεν. (Ἐντεῦθεν παράγεται καὶ τὸ [[φατός]], πεφονευμένος, παρ’ Ἡσύχ., ἀπαντῶν μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις Ἀρείφατος, μυλήφατος, ὀδυνήφατος.)
}}
}}

Revision as of 10:46, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 1261] tödten, ungebr. Stammform, wovon φόνος und einige Zusammensetzungen des adj. verb. φατός, wie Ἀρείφατος, μυλήφατος, όδυνήφατος. – Dazu gehört der epische aor. ἔπεφνον, ich tödtete, oft bei Hom., mit u. ohne Augment; πεφνέμεν Il. 6, 180; das part. πεφνόντα hat Bekker Il. 16, 827, bei Wolf πέφνοντα (17, 539 καταπεφνών). Ein praes. πέφνω haben erst spätere Dichter, wie Opp. Hal. 2, 133. – Perf. πέφαμαι, von welchem Hom. πέφαται, Il. 17, 689, πέφανται, Il. 5, 531. 15, 563 (s. auch φαίνω), u. den inf. πεφάσθαι braucht. – Fut. πεφήσομαι, πεφήσεαι, Il. 13, 829 Od. 22, 217.

Greek (Liddell-Scott)

φένω: φονεύω, ῥῆμα ἀπαντῶν μόνον ἐν τῷ ἀορ. ἔπεφνον, Ἰλ. Φ. 55, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1497. Ἐπικ. ὡσαύτως πέφνον, Ἰλ. Ν. 363· ― (κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ μετ’ ἀναδιπλ. τύπου, πέφενον, ὡς τὸ λελαβέσθαι, λελαθεῖν, πεπιθεῖν)· ὑποτ. πέφνῃς, ῃ Ὀδ. Χ. 316, Ἰλ. Υ. 172· ἀπαρ. πεφνέμεν Ζ. 180· μετοχ. πέφνων (φέρεται παροξ. ὡς εἰ προῆλθεν ἐξ ἐνεστ. πέφνω), Π. 827, ἔνθα ἴδε Spilvn. (πρβλ. κατέπεφνον)· τὸν δὲ ἐνεστ. τοῦτον παρέλαβε καὶ μετεχειρίσθη ὁ Ὀππ. ἐν τοῖς 2. 133· ― συντομώτερος τύπος τῆς ῥίζης εἶναι τὸ ΦΑ, εἰς ὃ πρέπει νὰ ἀναφέρηται καὶ ὁ παθ. πρκμ. πέφαμαι, οὗ ἔχει ὁ Ὅμ. τὸ γ΄ ἑνικ. καὶ πληθ. πέφαται Ἰλ. Ο. 140, κ. ἀλλ., πέφανται Ε. 531· τὸ ἀπαρ. πεφάσθαι Ν. 447· καὶ τὸν παθ. μέλλ. πεφήσεαι Ν. 829, Ο. 140, Ὀδ. Χ. 217· ἕτεροι δὲ τύποι μνημονεύονται παρὰ τοῖς Γραμμ., ἀόρ. α΄ φάσαι Φώτ., Ἡσύχ., πρβλ. Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 1. 69· ἀόρ. β΄ μετοχ. παφὼν Ἡσύχ.· ἀόρ. β΄ μέσ. ἀπέφατο = ἀπέθανεν. (Ἐντεῦθεν παράγεται καὶ τὸ φατός, πεφονευμένος, παρ’ Ἡσύχ., ἀπαντῶν μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις Ἀρείφατος, μυλήφατος, ὀδυνήφατος.)