δυσηλεγής: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(13_5) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0680.png Seite 680]] ές ([[λέγω]], vgl. [[τανηλεγής]]), schwer<b class="b2"> daniederstreckend, hart bettend</b>; Homer zweimal: Iliad. 20, 154 δυσηλεγέος πολέμοιο, Odyss. 22, 825 θάνατον δυσηλεγέα. Vgl. Apoll. Lex. Hom. p. 61, 1. – Bei den Folg. übh. = <b class="b2">schmerzlich, unangenehm</b>; πηγάδες Hes. O. 504; [[δεσμός]], schwer lastend, Theogn. 552; πολῖται, harte, unfreundliche, 793. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0680.png Seite 680]] ές ([[λέγω]], vgl. [[τανηλεγής]]), schwer<b class="b2"> daniederstreckend, hart bettend</b>; Homer zweimal: Iliad. 20, 154 δυσηλεγέος πολέμοιο, Odyss. 22, 825 θάνατον δυσηλεγέα. Vgl. Apoll. Lex. Hom. p. 61, 1. – Bei den Folg. übh. = <b class="b2">schmerzlich, unangenehm</b>; πηγάδες Hes. O. 504; [[δεσμός]], schwer lastend, Theogn. 552; πολῖται, harte, unfreundliche, 793. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δυσηλεγής''': -ές, Ὁμηρ. ἐπίθ. τοῦ θανάτου καὶ πολέμου, ὁ κακῶς κοιμίζων τινά, [[ἑπομένως]], [[σκληρός]], [[ἀνηλεής]], δυσηλεγέος θανάτοιο, δ. πολέμοιο Ὀδ. Χ. 325, Ἰλ. Υ. 154· οὕτω, πηγάδες... δυσηλεγέες, σκληροὶ παγετοί, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 504· δυσηλεγέος ἀπὸ δεσμοῦ ὁ αὐτ. Θ. 652· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνδρῶν, πολῖται Θέογν. 793· γείτονες Μάξιμ. π. καταρχ. 87.― Λέξις Ἐπ. ὡς τὸ [[τανηλεγής]], ἐκ τοῦ [[λέγω]], [[κοιμίζω]], βάλλω τινὰ νὰ κοιμηθῇ, ἐνῷ τὰ [[ἀπηλεγέως]], ἀνηλεγὴς παράγονται ἐκ τοῦ [[ἀλέγω]], κατ’ ἄλλ. ἐκ τοῦ [[ἄλγος]] = [[δυσαλγής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:54, 5 August 2017
English (LSJ)
ές, (ἄλγος, ἀλεγ-εινός) Homeric epith. of death and war,
A bringing bitter grief, cruel, ruthless, θάνατος, πόλεμος, Od.22.325, Il.20.154; πηγάδες . . δυσηλεγέες cruel frosts, Hes.Op.506; δυσηλεγέος ἀπὸ δεσμοῦ Id.Th.652; also of men, πολῖται Thgn.795; γείτονες Max.87.
German (Pape)
[Seite 680] ές (λέγω, vgl. τανηλεγής), schwer daniederstreckend, hart bettend; Homer zweimal: Iliad. 20, 154 δυσηλεγέος πολέμοιο, Odyss. 22, 825 θάνατον δυσηλεγέα. Vgl. Apoll. Lex. Hom. p. 61, 1. – Bei den Folg. übh. = schmerzlich, unangenehm; πηγάδες Hes. O. 504; δεσμός, schwer lastend, Theogn. 552; πολῖται, harte, unfreundliche, 793.
Greek (Liddell-Scott)
δυσηλεγής: -ές, Ὁμηρ. ἐπίθ. τοῦ θανάτου καὶ πολέμου, ὁ κακῶς κοιμίζων τινά, ἑπομένως, σκληρός, ἀνηλεής, δυσηλεγέος θανάτοιο, δ. πολέμοιο Ὀδ. Χ. 325, Ἰλ. Υ. 154· οὕτω, πηγάδες... δυσηλεγέες, σκληροὶ παγετοί, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 504· δυσηλεγέος ἀπὸ δεσμοῦ ὁ αὐτ. Θ. 652· ὡσαύτως ἐπὶ ἀνδρῶν, πολῖται Θέογν. 793· γείτονες Μάξιμ. π. καταρχ. 87.― Λέξις Ἐπ. ὡς τὸ τανηλεγής, ἐκ τοῦ λέγω, κοιμίζω, βάλλω τινὰ νὰ κοιμηθῇ, ἐνῷ τὰ ἀπηλεγέως, ἀνηλεγὴς παράγονται ἐκ τοῦ ἀλέγω, κατ’ ἄλλ. ἐκ τοῦ ἄλγος = δυσαλγής.