ποτανός: Difference between revisions
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(b) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0688.png Seite 688]] dor. statt [[ποτηνός]], w. m. s. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0688.png Seite 688]] dor. statt [[ποτηνός]], w. m. s. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ποτᾱνός''': -ή, -όν, [[πτηνός]], πετόμενος, κεκτημένος πτέρυγας, Πινδ. Π. 8. 48· ἐν ποτανοῖς, ἐν πτηνοῖς, ὁ αὐτ. 3. 140· π. οἰωνοὶ Εὐρ. Ἑλ. 1478· πέδιλα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 160· π. εἴ μέ τις θεῶν κτίσαι ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 621, πρβλ. 1142· ― παροιμ., ἐπὶ ματαίων ἐπιχειρήσεων (πρβλ. [[πέτομαι]] ΙΙ), ποτανὸν διώκειν ὄρνιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 394· μεταφορ., ποτανὸς ἐν Μοίσαισι, πετόμενος ὑψηλὰ ἐν ταῖς τέχναις τῶν Μουσῶν, Πινδ. Π. 5. 153· ποτανᾷ μαχανᾷ, διὰ τῆς ὑψηλὰ πετομένης τέχνης, δηλ. τῆς ποιήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 31· ἐμᾷ ποτανὸς ἀμφὶ μαχανᾷ ὁ αὐτ. ἐν Π. 8. 48· ― Κυρίως Δωρ. ἀντὶ [[ποτηνός]], [[ὅπερ]] [[ὅμως]] ἀπαντᾷ μόνον ἐν ποιητικῷ τινι χωρίῳ ἐν Πλάτ. Φαίδρῳ 252Β. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:03, 5 August 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A winged, flying, ἐν ποτανοῖς among fowls, Pi.N.3.80; π. οἰωνοί E.Hel.1478 (lyr.); πέδιλα Id.El.460 (lyr.); π. εἴ σέ τις θεῶν κτίσαι Id.Supp.620 (lyr.), cf. 1142 (lyr.): prov. of vain pursuits, διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν A.Ag.394 (lyr.): metaph., ποτανὸς ἐν Μοίσαισι, i.e. soaring in the arts of the Muses, Pi.P.5.114; ποτανᾷ μαχανᾷ by soaring art, i.e. by poesy, Id.N.7.22; ἐμᾷ ποτανὸς ἀμφὶ μαχανᾷ Id.P. 8.34; ποταναὶ (v.l. ποτ' αἰναὶ) τευθίδες Epich.61.—Dor. for ποτηνός, which occurs only in Poet. ap. Pl.Phdr.252b.
German (Pape)
[Seite 688] dor. statt ποτηνός, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ποτᾱνός: -ή, -όν, πτηνός, πετόμενος, κεκτημένος πτέρυγας, Πινδ. Π. 8. 48· ἐν ποτανοῖς, ἐν πτηνοῖς, ὁ αὐτ. 3. 140· π. οἰωνοὶ Εὐρ. Ἑλ. 1478· πέδιλα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 160· π. εἴ μέ τις θεῶν κτίσαι ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 621, πρβλ. 1142· ― παροιμ., ἐπὶ ματαίων ἐπιχειρήσεων (πρβλ. πέτομαι ΙΙ), ποτανὸν διώκειν ὄρνιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 394· μεταφορ., ποτανὸς ἐν Μοίσαισι, πετόμενος ὑψηλὰ ἐν ταῖς τέχναις τῶν Μουσῶν, Πινδ. Π. 5. 153· ποτανᾷ μαχανᾷ, διὰ τῆς ὑψηλὰ πετομένης τέχνης, δηλ. τῆς ποιήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 31· ἐμᾷ ποτανὸς ἀμφὶ μαχανᾷ ὁ αὐτ. ἐν Π. 8. 48· ― Κυρίως Δωρ. ἀντὶ ποτηνός, ὅπερ ὅμως ἀπαντᾷ μόνον ἐν ποιητικῷ τινι χωρίῳ ἐν Πλάτ. Φαίδρῳ 252Β.