ὀξύνω: Difference between revisions
(13_6a) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0353.png Seite 353]] 1) scharf od. spitz machen, schärfen, spitzen, Sp. – Uebertr., anreizen, sowohl anfeuern, ermuntern, Sp., als aufbringen, erbittern, μὴ 'πιμεῖναι τοὐμὸν ὀξῦναι [[στόμα]], zu reizen, Soph. Trach. 1166; ὀξυνθείς, aufgebracht, Her. 8, 138. – Bei den Gramm. mit dem Akut bezeichnen, οἱ μὲν ὀξύνουσι τὴν τελευταίαν, Ath. XI, 484; oft in den Schol. u. VLL.; ὀξυντέος, Schol. ll. 15, 445. – 2) sauer machen, Luc. saturn. 26; u. pass., sauer werden, Arist. gen. an. 3, 2, oft Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0353.png Seite 353]] 1) scharf od. spitz machen, schärfen, spitzen, Sp. – Uebertr., anreizen, sowohl anfeuern, ermuntern, Sp., als aufbringen, erbittern, μὴ 'πιμεῖναι τοὐμὸν ὀξῦναι [[στόμα]], zu reizen, Soph. Trach. 1166; ὀξυνθείς, aufgebracht, Her. 8, 138. – Bei den Gramm. mit dem Akut bezeichnen, οἱ μὲν ὀξύνουσι τὴν τελευταίαν, Ath. XI, 484; oft in den Schol. u. VLL.; ὀξυντέος, Schol. ll. 15, 445. – 2) sauer machen, Luc. saturn. 26; u. pass., sauer werden, Arist. gen. an. 3, 2, oft Medic. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀξύνω''': [ῡ], Ἀνθ. Π. παράρτ. 304: μέλλ. ὀξυνῶ (παρ-) Δημ. 21. 14., 1264. 26: ἀόρ. ὤξῡνα Σοφοκλ.: πρκμ. ὤξυγκα (παρ-) Πολύβ. ― Παθ., μέλλ. ὀξυνθήσομαι (παρ-) Ἱππ.: ἀόρ. ὠξύνθην Ἡρόδ., κλ.: πρκμ. ὤξυμμαι (παρ-) Λυσ. 101. 20, Δημ., κλ.· παρὰ μεταγεν. ὤξυσμαι (ἀπ-, συν-) Πολύβ. Ποιῶ τι ὀξύ, κοπτερόν, ἀκονῶ, [[ἔγχος]] ὀξ. σιδήρῳ Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 790. 5· ἄκρη ἐς μυχὸν ὀξυνθεῖσα Διον. ΙΙ. 177. ΙΙ. μεταφορ., [[παροξύνω]], παροργίζω, τοὐμὸν ὀξῦναι [[στόμα]] Σοφ. Τρ. 1176. ― Παθ., ὀξυνθεὶς Ἡρόδ. 8. 138. 2) ποιῶ τι ὀξύ, τὴν αἴσθησιν Ἀνθ. Π. παράρτ. 304· ― [[οὕτως]] ἀμεταβ., [[γίνομαι]] [[ὀξύς]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 11. ΙΙΙ. παρὰ Γραμμ. = [[ὀξυτονέω]], ἀκριβῶς ὡς τὸ Λατ. acuere. IV. [[κάμνω]] τι ξινόν. ― Παθ., εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] ’ξινός, «ξινίζω», ἐπὶ οἴνου, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 17, Λουκ. Κρον. 26· ― [[οὕτως]] ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 3, 3. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:07, 5 August 2017
English (LSJ)
[ῡ], fut.
A ὀξῠνῶ LXX Wi.5.20, (παρ-) D.2.11,54.25 : aor. ὤξῡνα S.Tr.1176 : pf. ὤξυγκα (παρ-) Plb.31.1.3, J.AJ11.6.7 :—Pass., fut. ὀξυνθήσομαι (παρ-) Hp.Acut.(Sp.) 17 : aor. ὠξύνθην Hdt. (v. infr.), etc.: pf. ὤξυμμαι (παρ-) Lys.4.8, D.14.16, (ἀπ-) Plb.18.18.13, etc.; later ὤξυσμαι (ἀπ-, συν-) Id.1.22.7, 6.22.4 :—sharpen, point, ἔγχος ὀ. σιδήρῳ Epigr.Gr.790.5 (Dyme) ; ἄκρη ἐς μυχὸν ὀξυνθεῖσα D.P.177 ; of the nose, ῥῖνα ὠξυμμένην Gal.17(1).998. II metaph., goad to anger, provoke, τοὐμὸν ὀξῦναι στόμα S.l.c.:—Pass., ὀξυνθείς Hdt.8.138, cf. LXX Ez.21.9(14). 2 intr., become acute, of pain, Aret.SD2.11. III Gramm., = ὀξυτονέω, A.D.Pron.28.5 (Pass.), 43.10,al. IV make acid, Gal.6.691 :—Pass., to be or become so, of wine, Arist.GA753a23, Luc.Sat.26 :—so, intr. in Act., Thphr.HP 4.3.4.
German (Pape)
[Seite 353] 1) scharf od. spitz machen, schärfen, spitzen, Sp. – Uebertr., anreizen, sowohl anfeuern, ermuntern, Sp., als aufbringen, erbittern, μὴ 'πιμεῖναι τοὐμὸν ὀξῦναι στόμα, zu reizen, Soph. Trach. 1166; ὀξυνθείς, aufgebracht, Her. 8, 138. – Bei den Gramm. mit dem Akut bezeichnen, οἱ μὲν ὀξύνουσι τὴν τελευταίαν, Ath. XI, 484; oft in den Schol. u. VLL.; ὀξυντέος, Schol. ll. 15, 445. – 2) sauer machen, Luc. saturn. 26; u. pass., sauer werden, Arist. gen. an. 3, 2, oft Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύνω: [ῡ], Ἀνθ. Π. παράρτ. 304: μέλλ. ὀξυνῶ (παρ-) Δημ. 21. 14., 1264. 26: ἀόρ. ὤξῡνα Σοφοκλ.: πρκμ. ὤξυγκα (παρ-) Πολύβ. ― Παθ., μέλλ. ὀξυνθήσομαι (παρ-) Ἱππ.: ἀόρ. ὠξύνθην Ἡρόδ., κλ.: πρκμ. ὤξυμμαι (παρ-) Λυσ. 101. 20, Δημ., κλ.· παρὰ μεταγεν. ὤξυσμαι (ἀπ-, συν-) Πολύβ. Ποιῶ τι ὀξύ, κοπτερόν, ἀκονῶ, ἔγχος ὀξ. σιδήρῳ Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 790. 5· ἄκρη ἐς μυχὸν ὀξυνθεῖσα Διον. ΙΙ. 177. ΙΙ. μεταφορ., παροξύνω, παροργίζω, τοὐμὸν ὀξῦναι στόμα Σοφ. Τρ. 1176. ― Παθ., ὀξυνθεὶς Ἡρόδ. 8. 138. 2) ποιῶ τι ὀξύ, τὴν αἴσθησιν Ἀνθ. Π. παράρτ. 304· ― οὕτως ἀμεταβ., γίνομαι ὀξύς, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 11. ΙΙΙ. παρὰ Γραμμ. = ὀξυτονέω, ἀκριβῶς ὡς τὸ Λατ. acuere. IV. κάμνω τι ξινόν. ― Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι ’ξινός, «ξινίζω», ἐπὶ οἴνου, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 17, Λουκ. Κρον. 26· ― οὕτως ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 3, 3.