σπερχνός: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(13_4) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0920.png Seite 920]] <b class="b2">schnell, eilig</b>, hastig; [[βέλος]], Hes. Scut. 454; [[ἄγγελος]], Aesch. Spt. 267; – heftig, [[ὀδύνη]] ὀξεῖα καὶ σπερχνή, Hippocr., wie νοσος, [[πυρετός]]. – Bei Hesych. auch durch [[σπερχνοποιός]] erkl., beschleunigend, antreibend. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0920.png Seite 920]] <b class="b2">schnell, eilig</b>, hastig; [[βέλος]], Hes. Scut. 454; [[ἄγγελος]], Aesch. Spt. 267; – heftig, [[ὀδύνη]] ὀξεῖα καὶ σπερχνή, Hippocr., wie νοσος, [[πυρετός]]. – Bei Hesych. auch durch [[σπερχνοποιός]] erkl., beschleunigend, antreibend. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σπερχνός''': -ή, -όν, ([[σπέρχω]]) σπεύδων, [[ὁρμητικός]], [[ταχύς]], [[βέλος]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 454· [[καθόλου]], ὁ σπεύδων, «[[βιαστικός]]», ἄγγελοι Αἰσχύλ. Θήβ. 285· [[οὕτως]] ἐπὶ νόσων καὶ ἀλγηδόνων, [[ὁρμητικός]], [[δεινός]], [[ὀξύς]], Ἱππ. 483. 48. 48., 577. 6, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., σπεύδων, ἐπείγων, «[[ταχύς]], [[σπουδαῖος]]. [[ἄγαν]] ἐγκείμενος πρὸς τ., ἢ ἐπειγόμενος», καὶ «σπερχνόν· [[εἶδος]] ἱέρακος» Ἡσύχ.· οὕτω σπερχνο-[[ποιός]], όν, ὁ αὐτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:10, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (σπέρχω)
A hasty, hurried, ἄγγελοι A.Th.286; of diseases and pains, violent. Hp.Morb.2.64, Nat.Mul.35, al.: neut. as Adv., σπερχνὸν κοτέων Hes.Sc.454, al. II Act., hastening, pressing, Hsch. (glossed by σπερχνοποιός). III εἶδος ἱέρακος, Hsch. (cf. περκνός 11).
German (Pape)
[Seite 920] schnell, eilig, hastig; βέλος, Hes. Scut. 454; ἄγγελος, Aesch. Spt. 267; – heftig, ὀδύνη ὀξεῖα καὶ σπερχνή, Hippocr., wie νοσος, πυρετός. – Bei Hesych. auch durch σπερχνοποιός erkl., beschleunigend, antreibend.
Greek (Liddell-Scott)
σπερχνός: -ή, -όν, (σπέρχω) σπεύδων, ὁρμητικός, ταχύς, βέλος Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 454· καθόλου, ὁ σπεύδων, «βιαστικός», ἄγγελοι Αἰσχύλ. Θήβ. 285· οὕτως ἐπὶ νόσων καὶ ἀλγηδόνων, ὁρμητικός, δεινός, ὀξύς, Ἱππ. 483. 48. 48., 577. 6, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., σπεύδων, ἐπείγων, «ταχύς, σπουδαῖος. ἄγαν ἐγκείμενος πρὸς τ., ἢ ἐπειγόμενος», καὶ «σπερχνόν· εἶδος ἱέρακος» Ἡσύχ.· οὕτω σπερχνο-ποιός, όν, ὁ αὐτ.