στῦλος: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(13_6a) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0958.png Seite 958]] ὁ, wie [[στήλη]], die Säule, der Pfeiler; ὑψηλῆς στέγης στῦλον ποδήρη, Aesch. Ag. 872; Eur. I. T. 50; στῦλοι οἴκων εἰσὶ παῖδες ἄρσενες, 57; Ep. ad. 192 (App. 220); [[στρογγύλος]], runder Pfahl, Pol. 1, 22, 4. – Bes. der Griffel zum Schreiben u. Zeichnen. – [Die Betonung στύλος ist unrichtig, da in den griech. Dichterstellen υ lang ist, vgl. noch Leon. Tar. 64 (VII, 648) u. Paus. 5, 20, 3, obgleich das lat. stylus dagegen ist u. auf eine alte äolische Form στύλος statt [[στόλος]] hinweis't.] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0958.png Seite 958]] ὁ, wie [[στήλη]], die Säule, der Pfeiler; ὑψηλῆς στέγης στῦλον ποδήρη, Aesch. Ag. 872; Eur. I. T. 50; στῦλοι οἴκων εἰσὶ παῖδες ἄρσενες, 57; Ep. ad. 192 (App. 220); [[στρογγύλος]], runder Pfahl, Pol. 1, 22, 4. – Bes. der Griffel zum Schreiben u. Zeichnen. – [Die Betonung στύλος ist unrichtig, da in den griech. Dichterstellen υ lang ist, vgl. noch Leon. Tar. 64 (VII, 648) u. Paus. 5, 20, 3, obgleich das lat. stylus dagegen ist u. auf eine alte äolische Form στύλος statt [[στόλος]] hinweis't.] | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στῦλος''': ὁ, (ἴδε ἐν τέλει) ὡς καὶ νῦν, ἰδίως ὡς [[ὑποστήριγμα]], Ἡρόδ. 2. 169 στέγης Αἰσχύλ. Ἀγ. 898· δόμων Εὐρ. Ι. Τ. 50· στ. οἴκων ... εἰσὶ παῖδες ἄρσενες [[αὐτόθι]] 57. 2) [[ἁπλῶς]] [[στῦλος]] χωρὶς νὰ ὑποστηρίζῃ τι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813, Εὐρ. Ἀποσπ. 202, Πολύβ. 1. 22, 4. ΙΙ. = τῷ Λατ. stilus (πρβλ. [[στυλοειδής]])· ἀλλ’ [[ἐπειδὴ]] οἱ δοκιμώτατοι μεταξὺ τῶν Λατίνων γράφουσι stilus οὐχὶ stylus, ἡ δὲ παραλήγουσα [[εἶναι]] βραχεῖα stilus, ἐν ᾧ τὸ υ [[εἶναι]] ἀείποτε μακρὸν ἐν τῷ Ἑλλην. [[στῦλος]] (Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀνθ. Π. 7. 648, Ἐπιγραφ. παρὰ Παυσ. 5. 20, 7), [[εἶναι]] πιθανὸν ὅτι τὸ Λατ. stilus ἀνήκει [[μᾶλλον]] εἰς τὴν λέξ. στέλχος, ἥτις καὶ [[εἶναι]] μία τῶν σημασιῶν αὐτῆς. (Ἐκ τῆς √ΣΤΥ, ἥτις [[εἶναι]] τροποποίησις τῆς √ΣΤΑ, ἵστημι, παράγεται καὶ τὸ [[στύω]]· πρβλ. Σανσκρ. sthû-nâ (pillar), sthû-las (stupidus))· Ζενδ. ←tu-na (pillar)· Λιθ. stu-lys (stump).) | |||
}} | }} |
Revision as of 11:14, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ (fem. at Epidaurus, IG42(1).102.66, al.(iv B.C.), but also masc. there, ib.109iii92 (iii B.C.)),
A pillar ( = κίων acc. to Gal.6.544), esp. as a support or bearing, Hdt.2.169, IGll.cc.; στέγης A.Ag.898; δόμων E.IT50; σ. μονόλιθοι BGU1713 (ii/iii A.D.): metaph., σ. . . οἴκων εἰσὶ παῖδες ἄρσενες E.IT57, cf. Ep.Gal.2.9, 1 Ep.Ti.3.15. 2 σ. πυρός LXX Ex.13.21, Apoc.10.1. 3 wooden pole, E.Fr.203, Plb.1.22.4; [σκηνῆς] tent-poles, uprights, opp. διατόναια, PCair.Zen. 353.9 (iii B.C.); plank, Hp.Art.47. 4 stile for writing on waxed tablets; wrongly used in this sense by Greek speakers at Alexandria and in the East acc. to Herophil. ap. Gal.Anat.Ad xiv (Arabic version, ii p.183 ed. M. Simon, Leipzig 1906); cf. στυλοειδής.
German (Pape)
[Seite 958] ὁ, wie στήλη, die Säule, der Pfeiler; ὑψηλῆς στέγης στῦλον ποδήρη, Aesch. Ag. 872; Eur. I. T. 50; στῦλοι οἴκων εἰσὶ παῖδες ἄρσενες, 57; Ep. ad. 192 (App. 220); στρογγύλος, runder Pfahl, Pol. 1, 22, 4. – Bes. der Griffel zum Schreiben u. Zeichnen. – [Die Betonung στύλος ist unrichtig, da in den griech. Dichterstellen υ lang ist, vgl. noch Leon. Tar. 64 (VII, 648) u. Paus. 5, 20, 3, obgleich das lat. stylus dagegen ist u. auf eine alte äolische Form στύλος statt στόλος hinweis't.]
Greek (Liddell-Scott)
στῦλος: ὁ, (ἴδε ἐν τέλει) ὡς καὶ νῦν, ἰδίως ὡς ὑποστήριγμα, Ἡρόδ. 2. 169 στέγης Αἰσχύλ. Ἀγ. 898· δόμων Εὐρ. Ι. Τ. 50· στ. οἴκων ... εἰσὶ παῖδες ἄρσενες αὐτόθι 57. 2) ἁπλῶς στῦλος χωρὶς νὰ ὑποστηρίζῃ τι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813, Εὐρ. Ἀποσπ. 202, Πολύβ. 1. 22, 4. ΙΙ. = τῷ Λατ. stilus (πρβλ. στυλοειδής)· ἀλλ’ ἐπειδὴ οἱ δοκιμώτατοι μεταξὺ τῶν Λατίνων γράφουσι stilus οὐχὶ stylus, ἡ δὲ παραλήγουσα εἶναι βραχεῖα stilus, ἐν ᾧ τὸ υ εἶναι ἀείποτε μακρὸν ἐν τῷ Ἑλλην. στῦλος (Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀνθ. Π. 7. 648, Ἐπιγραφ. παρὰ Παυσ. 5. 20, 7), εἶναι πιθανὸν ὅτι τὸ Λατ. stilus ἀνήκει μᾶλλον εἰς τὴν λέξ. στέλχος, ἥτις καὶ εἶναι μία τῶν σημασιῶν αὐτῆς. (Ἐκ τῆς √ΣΤΥ, ἥτις εἶναι τροποποίησις τῆς √ΣΤΑ, ἵστημι, παράγεται καὶ τὸ στύω· πρβλ. Σανσκρ. sthû-nâ (pillar), sthû-las (stupidus))· Ζενδ. ←tu-na (pillar)· Λιθ. stu-lys (stump).)