ἀμφίσβαινα: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(13_2)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0143.png Seite 143]] ἡ, eine Art Schlangen, die vor- und rückwärts gehen kann ([[ἑκατέρωθεν]] βαίνων), Aesch. Ag. 1266; Nic. Th. 372; Nonn. D. 5, 146.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0143.png Seite 143]] ἡ, eine Art Schlangen, die vor- und rückwärts gehen kann ([[ἑκατέρωθεν]] βαίνων), Aesch. Ag. 1266; Nic. Th. 372; Nonn. D. 5, 146.
}}
{{ls
|lstext='''ἀμφίσβαινα''': -ης, -ἡ, (βαίνω) [[εἶδος]] ὄφεως δυναμένου νὰ ἕρπῃ [[πρός]] τε τὰ ἐμπρὸς καὶ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1233, Νικ. Θ. 372. Ὁ δὲ Ἡσύχ. λέγει: «[[εἶδος]] ὄφεως μακροκέφαλον, ἰσόπηχυ, τὴν οὐρὰν κολοβὴν ἔχον καὶ [[ταύτῃ]] [[πολλάκις]] τὴν πορείαν ποιούμενον, [[ὥστε]] τινὰς ἀμφισβητεῖν μὴ δύο κεφαλὰς ἔχειν· λέγεται δὲ καὶ διὰ τοῦ μ ἀμφίσμαινα.»
}}
}}

Revision as of 11:32, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίσβαινα Medium diacritics: ἀμφίσβαινα Low diacritics: αμφίσβαινα Capitals: ΑΜΦΙΣΒΑΙΝΑ
Transliteration A: amphísbaina Transliteration B: amphisbaina Transliteration C: amfisvaina Beta Code: a)mfi/sbaina

English (LSJ)

ης, ἡ, (βαίνω) kind of

   A serpent, supposed to go either forwards or backwards, A.Ag.1233, Ar.Fr.18 D.; ἀ. ἀμφίκρηνος, δίστομος, Nic.Th.372, Nonn.D.5.146.    II ἀ. φλέβες veins connecting the breast and generative organs, Pall.in Hp.2.103D.

German (Pape)

[Seite 143] ἡ, eine Art Schlangen, die vor- und rückwärts gehen kann (ἑκατέρωθεν βαίνων), Aesch. Ag. 1266; Nic. Th. 372; Nonn. D. 5, 146.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίσβαινα: -ης, -ἡ, (βαίνω) εἶδος ὄφεως δυναμένου νὰ ἕρπῃ πρός τε τὰ ἐμπρὸς καὶ πρὸς τὰ ὀπίσω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1233, Νικ. Θ. 372. Ὁ δὲ Ἡσύχ. λέγει: «εἶδος ὄφεως μακροκέφαλον, ἰσόπηχυ, τὴν οὐρὰν κολοβὴν ἔχον καὶ ταύτῃ πολλάκις τὴν πορείαν ποιούμενον, ὥστε τινὰς ἀμφισβητεῖν μὴ δύο κεφαλὰς ἔχειν· λέγεται δὲ καὶ διὰ τοῦ μ ἀμφίσμαινα.»