παρωτίς: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(13_4) |
(6_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0530.png Seite 530]] ίδος, ἡ, die Drüse hinter dem Ohre u. bes. Geschwulst an der Ohrendrüse, Medic. – Auch Ohrläppchen, Lycophr. 1402. – Der Schmuck an den Thürpfosten, der Kragstein, parotides, Vitruv. 4, 6, 4, zw. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0530.png Seite 530]] ίδος, ἡ, die Drüse hinter dem Ohre u. bes. Geschwulst an der Ohrendrüse, Medic. – Auch Ohrläppchen, Lycophr. 1402. – Der Schmuck an den Thürpfosten, der Kragstein, parotides, Vitruv. 4, 6, 4, zw. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παρωτίς''': -ίδος, ἡ, (οὖς) ὁ ἀδὴν ὁ παρὰ τὸ οὖς ἢ [[μᾶλλον]] [[ἐξοίδησις]] τοῦ ἀδένος τούτου, «παρωτίδες εἰσὶ παρὰ τοῖς ὠσὶν ἀποστήματα, [[ταῦτα]] [[ἔνιοι]] διοσκούρους ἐκάλεσαν· ἐπὶ πυρετοῖς γινόμεναι τὰ πολλὰ τῶν πυρετῶν ἀπαλλάσσουσι» Γαληνοῦ Ὅροι Ἰατρ. τ. 19, σ. 440, § τὸ β΄ ἔκδ. Kühn. 2) ὁ λοβὸς τοῦ [[ὠτός]], Λυκόφρ. 1402. 3) βόστρυχος τριχῶν παρὰ τὸ οὖς, [[Πολυδ]]. Β΄, 28. 4) ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, κόσμημά τι ἐξαρτώμενον ἐκ τοῦ ἄκρου τοῦ ὑπερθύρου ([[ὡσαύτως]] καλούμενον [[ἀγκών]]), Βιτρούβ. 4. 6, 4 (Schneider)· πρβλ. οὖς ΙΙ. 2. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:33, 5 August 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ, (οὖς)
A tumour of the parotid gland, Dsc.2.80, Gal. 16.484, etc. 2 lobe of the ear, Lyc. 1402. 3 lock of hair or curl by the ear, Poll.2.28. 4 Archit., = οὖς 11.2, ornament depending from the end of the ὑπέρθυρον, λίθοι παρωτίδες Rev.Phil.44.250 (Didyma, ii B.C.), cf. Vitr.4.6.4.
German (Pape)
[Seite 530] ίδος, ἡ, die Drüse hinter dem Ohre u. bes. Geschwulst an der Ohrendrüse, Medic. – Auch Ohrläppchen, Lycophr. 1402. – Der Schmuck an den Thürpfosten, der Kragstein, parotides, Vitruv. 4, 6, 4, zw.
Greek (Liddell-Scott)
παρωτίς: -ίδος, ἡ, (οὖς) ὁ ἀδὴν ὁ παρὰ τὸ οὖς ἢ μᾶλλον ἐξοίδησις τοῦ ἀδένος τούτου, «παρωτίδες εἰσὶ παρὰ τοῖς ὠσὶν ἀποστήματα, ταῦτα ἔνιοι διοσκούρους ἐκάλεσαν· ἐπὶ πυρετοῖς γινόμεναι τὰ πολλὰ τῶν πυρετῶν ἀπαλλάσσουσι» Γαληνοῦ Ὅροι Ἰατρ. τ. 19, σ. 440, § τὸ β΄ ἔκδ. Kühn. 2) ὁ λοβὸς τοῦ ὠτός, Λυκόφρ. 1402. 3) βόστρυχος τριχῶν παρὰ τὸ οὖς, Πολυδ. Β΄, 28. 4) ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, κόσμημά τι ἐξαρτώμενον ἐκ τοῦ ἄκρου τοῦ ὑπερθύρου (ὡσαύτως καλούμενον ἀγκών), Βιτρούβ. 4. 6, 4 (Schneider)· πρβλ. οὖς ΙΙ. 2.