ἄγρωστις: Difference between revisions

From LSJ

λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος → a true friend is grief's physician, a worthy friend is a physician to your pain

Source
(13_1)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0025.png Seite 25]] εως, ἡ, Futterkraut, Quecken, [[μελιηδής]] Od. 6, 90 ([[ἅπαξ]] εἰρημ.); – [[εἱλιτενής]] Theocr. 13, 42; Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0025.png Seite 25]] εως, ἡ, Futterkraut, Quecken, [[μελιηδής]] Od. 6, 90 ([[ἅπαξ]] εἰρημ.); – [[εἱλιτενής]] Theocr. 13, 42; Theophr.
}}
{{ls
|lstext='''ἄγρωστις''': -ιδος, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 1. 6, 10, καὶ -εως, ἡ, = [[βοτάνη]], ἣν τρώγουσιν αἱ ἡμίονοι («ἀγριάδα»)· τρώγειν ἄγρ. μελιηδέα, Ὀδ. Ζ. 90· εἱλιτενὴς ἄγρ., Θεόκρ. 13. 42: - [[Κατὰ]] τοὺς ἑρμηνευτὰς τοῦ Θεοφρ. 1. Φ. 1. 6. 7. κτλ., ἡ [[βοτάνη]] αὕτη [[εἶναι]] ἡ Λατινιστὶ ὀνομαζομένη triticum repens. II. Περὶ τοῦ ἀγρῶστις ἴδε [[ἀγρώστης]], ΙΙ.
}}
}}

Revision as of 11:33, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄγρωστις Medium diacritics: ἄγρωστις Low diacritics: άγρωστις Capitals: ΑΓΡΩΣΤΙΣ
Transliteration A: ágrōstis Transliteration B: agrōstis Transliteration C: agrostis Beta Code: a)/grwstis

English (LSJ)

ιδος, Thphr. HP1.6.10, and εως, Arist.HA552a15, PTeb.104.26 (ii B. C.), ἡ, acc.

   A ἄγρωστιν Plb.34.10.3, Str.4.1.7:—dog's-tooth grass, Cynodon Dactylon, ἄ. μελιηδής Od.6.90; εἱλιτενὴς ἄ. Theoc.13.42, cf. Aeschrio 6, D.S. 1.43, Dsc.4.29.    2 ἄ. ἐν Κιλικίᾳ Hordeum marinum, Dsc.4.32; ἄ. ἐν Παρνασσῷ grass of Parnassus, Parnassia palustris, ib.31.

German (Pape)

[Seite 25] εως, ἡ, Futterkraut, Quecken, μελιηδής Od. 6, 90 (ἅπαξ εἰρημ.); – εἱλιτενής Theocr. 13, 42; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγρωστις: -ιδος, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 1. 6, 10, καὶ -εως, ἡ, = βοτάνη, ἣν τρώγουσιν αἱ ἡμίονοι («ἀγριάδα»)· τρώγειν ἄγρ. μελιηδέα, Ὀδ. Ζ. 90· εἱλιτενὴς ἄγρ., Θεόκρ. 13. 42: - Κατὰ τοὺς ἑρμηνευτὰς τοῦ Θεοφρ. 1. Φ. 1. 6. 7. κτλ., ἡ βοτάνη αὕτη εἶναι ἡ Λατινιστὶ ὀνομαζομένη triticum repens. II. Περὶ τοῦ ἀγρῶστις ἴδε ἀγρώστης, ΙΙ.