παρατεκταίνομαι: Difference between revisions
ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης → to give light to them that sit in darkness and in the shadow of death to guide our feet into the way of peace | to shine on those who live in darkness and the shadow of death, to guide our feet into the way of peace
(9) |
(6_14) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=paratektai/nomai | |Beta Code=paratektai/nomai | ||
|Definition=Med., prop. of timber, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">work into another form</b> : then, generally, <b class="b2">transform, alter</b>, <b class="b3">οὐδέ κεν ἄλλως Ζεὺς παρατεκτήναιτο</b> not even he could <b class="b2">make them any way else</b>, <span class="bibl">Il. 14.54</span> ; <b class="b3">αἶψά κε . . ἔπος παρατεκτήναιο</b> <b class="b2">could disguise, falsify</b> it, <span class="bibl">Od. 14.131</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span>. later in Act., <b class="b2">build besides</b>, οἰκίαν <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pomp.</span>40</span>.</span> | |Definition=Med., prop. of timber, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">work into another form</b> : then, generally, <b class="b2">transform, alter</b>, <b class="b3">οὐδέ κεν ἄλλως Ζεὺς παρατεκτήναιτο</b> not even he could <b class="b2">make them any way else</b>, <span class="bibl">Il. 14.54</span> ; <b class="b3">αἶψά κε . . ἔπος παρατεκτήναιο</b> <b class="b2">could disguise, falsify</b> it, <span class="bibl">Od. 14.131</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span>. later in Act., <b class="b2">build besides</b>, οἰκίαν <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pomp.</span>40</span>.</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παρατεκταίνομαι''': μέσ., [[κυρίως]] ἐπὶ ξύλου, [[μετασχηματίζω]] εἰς [[ἄλλο]] [[σχῆμα]] ἢ μορφήν· ἀκολούθως [[καθόλου]], [[μεταβάλλω]], ἀλλοιῶ, [[οὐδέ]] κεν ἄλλως [[Ζεὺς]] παρατεκτήναιτο, οὐδ’ αὐτὸς ὁ [[Ζεὺς]] θὰ ἠδύνατο νὰ τὸ κάμῃ κατ’ ἄλλον τινὰ τρόπον (τὸ ἄλλως [[εἶναι]] σχεδὸν πλεοναστ.), Ἰλ. Ξ. 54· αἶψά κε καὶ σύ, γεραιέ, [[ἔπος]] παρατεκτήναιο, «παρατεχνήσαις, παρὰ τὴν ἀλήθειαν κατασκευάσειας» (Σχόλ.), Ὀδ. Ξ. 131. ΙΙ. παρὰ μεταγενεστ., μετ’ ἐνεργ. σημασίας, οἰκοδομῶ [[προσέτι]], [[κατασκευάζω]], παρετεκτήνατο λαμπροτέραν οἰκίαν ἐκείνης (δηλ. ἧς πρότερον ᾤκει) Πλουτ. Πομπ. 40. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:34, 5 August 2017
English (LSJ)
Med., prop. of timber,
A work into another form : then, generally, transform, alter, οὐδέ κεν ἄλλως Ζεὺς παρατεκτήναιτο not even he could make them any way else, Il. 14.54 ; αἶψά κε . . ἔπος παρατεκτήναιο could disguise, falsify it, Od. 14.131. II. later in Act., build besides, οἰκίαν Plu.Pomp.40.
Greek (Liddell-Scott)
παρατεκταίνομαι: μέσ., κυρίως ἐπὶ ξύλου, μετασχηματίζω εἰς ἄλλο σχῆμα ἢ μορφήν· ἀκολούθως καθόλου, μεταβάλλω, ἀλλοιῶ, οὐδέ κεν ἄλλως Ζεὺς παρατεκτήναιτο, οὐδ’ αὐτὸς ὁ Ζεὺς θὰ ἠδύνατο νὰ τὸ κάμῃ κατ’ ἄλλον τινὰ τρόπον (τὸ ἄλλως εἶναι σχεδὸν πλεοναστ.), Ἰλ. Ξ. 54· αἶψά κε καὶ σύ, γεραιέ, ἔπος παρατεκτήναιο, «παρατεχνήσαις, παρὰ τὴν ἀλήθειαν κατασκευάσειας» (Σχόλ.), Ὀδ. Ξ. 131. ΙΙ. παρὰ μεταγενεστ., μετ’ ἐνεργ. σημασίας, οἰκοδομῶ προσέτι, κατασκευάζω, παρετεκτήνατο λαμπροτέραν οἰκίαν ἐκείνης (δηλ. ἧς πρότερον ᾤκει) Πλουτ. Πομπ. 40.