ὁλόσχοινος: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
(13_6a) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0327.png Seite 327]] ὁ, eine dicke Binsenart, juncus mariscus, die theils wie Flachs geröstet, βεβρεγμένος, theils ungeröstet, [[ἄβροχος]], zu Flechtwerk, wie Fischerreusen gebraucht wurde, Theophr. u. Sp. Sprichwörtlich ἀποῤῥάπτειν τὸ Φιλίππου [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ, ihm den Mund mit ungerösteter Binse zunähen, ihm mit leichter Mühe das Maul stopfen, Aesch. 2, 21; vgl. Pallad. ep. (X, 44), ὁλοσχοίνῳ [[στόμα]] ἀποφράξαι. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0327.png Seite 327]] ὁ, eine dicke Binsenart, juncus mariscus, die theils wie Flachs geröstet, βεβρεγμένος, theils ungeröstet, [[ἄβροχος]], zu Flechtwerk, wie Fischerreusen gebraucht wurde, Theophr. u. Sp. Sprichwörtlich ἀποῤῥάπτειν τὸ Φιλίππου [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ, ihm den Mund mit ungerösteter Binse zunähen, ihm mit leichter Mühe das Maul stopfen, Aesch. 2, 21; vgl. Pallad. ep. (X, 44), ὁλοσχοίνῳ [[στόμα]] ἀποφράξαι. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὁλόσχοινος''': ὁ, [[εἶδος]] σχοινίου πολλῷ σαρκωδεστέρου καὶ παχυτέρου τῶν ἄλλων [[σχοινίων]], [[ἴσως]] τὸ Λατ. juncus mariscus, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 4. 12, 1, Διοσκ. 4. 52· ἐν χρήσει εἰς κατασκευὴν πλεγμάτων καὶ [[ἄλλοτε]] μεν, ὡς τὸ λινόν, βεβρεγμένον, [[ἄλλοτε]] δὲ ἄβροχον, Αἰλ. π. Ζ. 12. 43· - ἐντεῦθρν ἡ [[παροιμία]], ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ, ἀπόνως ([[ἐπειδὴ]] οἱ ὁλόσχοινοι ἔβρέχοντο διὰ νὰ [[εἶναι]] ἰσχυροί), Αἰσχίν. 31. 5· [[οὕτως]], ὁλοσχοίνῳ [[στόμα]] ἀποφράξαι Ἀνθ. Π. 10. 40. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:34, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A club-rush, Scirpus Holoschoenus, Thphr.HP4.12.1,9.12.1, Dsc.4.52 : used in wicker-work, sts., like flax. soaked for use (βεβρεγμένος), sts. without soaking (ἄβροχος), Ael.NA12.43 : hence prov., ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ stop Philip's mouth with an unsoaked rush (for rushes were soaked to make them tough), i.e. without any trouble, Aeschin.2.21 ; so ἀποφράξαι ὁλοσχοίνῳ στόμα AP10.49 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 327] ὁ, eine dicke Binsenart, juncus mariscus, die theils wie Flachs geröstet, βεβρεγμένος, theils ungeröstet, ἄβροχος, zu Flechtwerk, wie Fischerreusen gebraucht wurde, Theophr. u. Sp. Sprichwörtlich ἀποῤῥάπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ, ihm den Mund mit ungerösteter Binse zunähen, ihm mit leichter Mühe das Maul stopfen, Aesch. 2, 21; vgl. Pallad. ep. (X, 44), ὁλοσχοίνῳ στόμα ἀποφράξαι.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλόσχοινος: ὁ, εἶδος σχοινίου πολλῷ σαρκωδεστέρου καὶ παχυτέρου τῶν ἄλλων σχοινίων, ἴσως τὸ Λατ. juncus mariscus, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 4. 12, 1, Διοσκ. 4. 52· ἐν χρήσει εἰς κατασκευὴν πλεγμάτων καὶ ἄλλοτε μεν, ὡς τὸ λινόν, βεβρεγμένον, ἄλλοτε δὲ ἄβροχον, Αἰλ. π. Ζ. 12. 43· - ἐντεῦθρν ἡ παροιμία, ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ, ἀπόνως (ἐπειδὴ οἱ ὁλόσχοινοι ἔβρέχοντο διὰ νὰ εἶναι ἰσχυροί), Αἰσχίν. 31. 5· οὕτως, ὁλοσχοίνῳ στόμα ἀποφράξαι Ἀνθ. Π. 10. 40.