ἐρείπιον: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(13_6a) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1024.png Seite 1024]] τό, im sing. bei Arist. rhet. 3, 11 Opp. H. 5, 324, sonst plur., das Eingestürzte, Trümmer, ναυτικά Aesch. Ag. 646, wie Eur. Hel. 1080; ἐρειπίων θραύσματα, Stücke von Schiffstrümmern, Aesch. Pers. 417; δόμων, Häusertrümmer, Ruinen, Eur. Bacch. 7; Plut. Camill. 28 σκηνοῦντας ἐν ἐρειπίοις, u. a.Sp.; ἐν πέπλων ἐρειπίοις, Ueberbleibsel, Lumpen, Eur. Tr. 1025, wie λεπτῶν χλανιδίων Soph. frg. 400; ἐρείπια νεκρῶν, Ueberbleibsel, Leichen der getödteten Thiere, Ai. 301; ἐρ. ὠμηστῆρος Opp. Hal. 5, 324. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1024.png Seite 1024]] τό, im sing. bei Arist. rhet. 3, 11 Opp. H. 5, 324, sonst plur., das Eingestürzte, Trümmer, ναυτικά Aesch. Ag. 646, wie Eur. Hel. 1080; ἐρειπίων θραύσματα, Stücke von Schiffstrümmern, Aesch. Pers. 417; δόμων, Häusertrümmer, Ruinen, Eur. Bacch. 7; Plut. Camill. 28 σκηνοῦντας ἐν ἐρειπίοις, u. a.Sp.; ἐν πέπλων ἐρειπίοις, Ueberbleibsel, Lumpen, Eur. Tr. 1025, wie λεπτῶν χλανιδίων Soph. frg. 400; ἐρείπια νεκρῶν, Ueberbleibsel, Leichen der getödteten Thiere, Ai. 301; ἐρ. ὠμηστῆρος Opp. Hal. 5, 324. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐρείπιον''': τό, ([[ἐρείπω]]), ὡς καὶ νῦν, ἐκεῖνο [[ὅπερ]] ἔμεινε [[μετὰ]] τὴν καταστροφὴν πράγματός τινος, ἔστι γὰρ εἰκάσαι... τὸ [[ἐρείπιον]] «ῥάκει οἰκίας» Ἀριστ. Ρητορ. 3. 11. 13, Ὀππ. Ἀλ. 5. 324: - ἀλλαχοῦ [[πάντοτε]] κατὰ πληθ., ναυτικὰ ἐρ., τεμάχια ναυαγίου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 660, Ἀποσπ. 273, Εὐρ. Ἑλ. 1080. [[οὕτως]], θραύμασίν τ’ ερειπίων Αἰσχύλ. Πέρσ. 425· [[ὡσαύτως]], οἰκημάτων, τειχέων, Ἡρόδ. 2. 154, 4. 124· δόμων Εὐρ. Βάκχ. 7· καὶ ἐρείπια μόνον ὡς παρ’ ἡμῖν, ἐν τοῖς Κιμωνίοις... ἐρειπίοις Κρατῖνος ἐν «Πανόπταις» 4, πρβλ. Meineke ἐν Κωμ. 5. σ. 20· ἐρ. χλανιδίων, ῥάκη, τεμάχια ἐνδυμάτων, Σοφ. Ἀποσπ. 400· πέπλων Εὐρ. Τρ. 1025· νεκρῶν ἐρ., λείψανα, Σοφ. Αἴ. 308, Εὐρ. Ἀποσπ. 268: - ποιητ. λέξ. ἀπαντῶσα ἔν τινι [[πεζῇ]] Ἐπιγρ. 2700e, καὶ παρὰ Διον. Ἁλ. 1. 14. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:36, 5 August 2017
English (LSJ)
τό, (ἐρείπω)
A fallen ruin, wreck, Arist.Rh.1413a6, Aristid. Or.49(25).42, Opp.H.5.324: generally in pl., ναυτικὰ ἐ. wreckage, A. Ag.660,Fr.274, E.Hel.1080 ; θραύμασίν τ' ἐρειπίων A.Pers.425; ruins, οἰκημάτων, [τειχέων], Hdt.2.154,4.124 ; δόμων E.Ba.7; ἐρείπια alone, ἐν τοῖς Κιμωνίοις ἐ. Cratin.151 ; ἐ. χλανιδίων fragments of garments, Trag.Adesp.7; πέπλων E.Tr.1025 ; νεκρῶν ἐ. dead carcasses, S.Aj.308, E.Fr.266.—Poet.and later Prose (exc. Arist.and Hdt.ll.cc.), D.H. 1.14,CIG2700e (Mylasa), Paus.10.38.13, Aristid. l.c., etc.
German (Pape)
[Seite 1024] τό, im sing. bei Arist. rhet. 3, 11 Opp. H. 5, 324, sonst plur., das Eingestürzte, Trümmer, ναυτικά Aesch. Ag. 646, wie Eur. Hel. 1080; ἐρειπίων θραύσματα, Stücke von Schiffstrümmern, Aesch. Pers. 417; δόμων, Häusertrümmer, Ruinen, Eur. Bacch. 7; Plut. Camill. 28 σκηνοῦντας ἐν ἐρειπίοις, u. a.Sp.; ἐν πέπλων ἐρειπίοις, Ueberbleibsel, Lumpen, Eur. Tr. 1025, wie λεπτῶν χλανιδίων Soph. frg. 400; ἐρείπια νεκρῶν, Ueberbleibsel, Leichen der getödteten Thiere, Ai. 301; ἐρ. ὠμηστῆρος Opp. Hal. 5, 324.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρείπιον: τό, (ἐρείπω), ὡς καὶ νῦν, ἐκεῖνο ὅπερ ἔμεινε μετὰ τὴν καταστροφὴν πράγματός τινος, ἔστι γὰρ εἰκάσαι... τὸ ἐρείπιον «ῥάκει οἰκίας» Ἀριστ. Ρητορ. 3. 11. 13, Ὀππ. Ἀλ. 5. 324: - ἀλλαχοῦ πάντοτε κατὰ πληθ., ναυτικὰ ἐρ., τεμάχια ναυαγίου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 660, Ἀποσπ. 273, Εὐρ. Ἑλ. 1080. οὕτως, θραύμασίν τ’ ερειπίων Αἰσχύλ. Πέρσ. 425· ὡσαύτως, οἰκημάτων, τειχέων, Ἡρόδ. 2. 154, 4. 124· δόμων Εὐρ. Βάκχ. 7· καὶ ἐρείπια μόνον ὡς παρ’ ἡμῖν, ἐν τοῖς Κιμωνίοις... ἐρειπίοις Κρατῖνος ἐν «Πανόπταις» 4, πρβλ. Meineke ἐν Κωμ. 5. σ. 20· ἐρ. χλανιδίων, ῥάκη, τεμάχια ἐνδυμάτων, Σοφ. Ἀποσπ. 400· πέπλων Εὐρ. Τρ. 1025· νεκρῶν ἐρ., λείψανα, Σοφ. Αἴ. 308, Εὐρ. Ἀποσπ. 268: - ποιητ. λέξ. ἀπαντῶσα ἔν τινι πεζῇ Ἐπιγρ. 2700e, καὶ παρὰ Διον. Ἁλ. 1. 14.