στενωπός: Difference between revisions

From LSJ

δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet

Source
(13_6a)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0936.png Seite 936]] mit enger Oeffnung, eng; bes. mit und ohne [[ὁδός]], auch ἡ στενωπή, s. Lob. Phryn. 106 u. vgl. [[στεινωπός]], enger Weg, Engpaß; κεῖται στενωποῦ πλησίον θαλασσίου, Meerenge, Aesch. Prom. 364, wie στενωπὸς ἐν τριπλαῖς ὁδοῖς Soph. O. R. 1399; vgl. Ap. Rh. 2, 333; Plat. Tim. 70 b; Arr. An. 6, 22; überh. enge Straße, Gasse; Stadtviertel; ein von Häusern eingeschlossener Raum, Luc. Nigr. 22; κώμας τοὺς στενωποὺς ἐκάλουν Hermogen. progymn 7; vgl. D. Sic. 12, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0936.png Seite 936]] mit enger Oeffnung, eng; bes. mit und ohne [[ὁδός]], auch ἡ στενωπή, s. Lob. Phryn. 106 u. vgl. [[στεινωπός]], enger Weg, Engpaß; κεῖται στενωποῦ πλησίον θαλασσίου, Meerenge, Aesch. Prom. 364, wie στενωπὸς ἐν τριπλαῖς ὁδοῖς Soph. O. R. 1399; vgl. Ap. Rh. 2, 333; Plat. Tim. 70 b; Arr. An. 6, 22; überh. enge Straße, Gasse; Stadtviertel; ein von Häusern eingeschlossener Raum, Luc. Nigr. 22; κώμας τοὺς στενωποὺς ἐκάλουν Hermogen. progymn 7; vgl. D. Sic. 12, 10.
}}
{{ls
|lstext='''στενωπός''': Ἰων. καὶ Ἐπικ. [[στεινωπός]], όν· ([[στενός]], ὤψ)· - ὁ φαινόμενος [[στενός]], περιωρισμένος, [[δύσκολος]], στενωπὸς ὁδὸς Ἰλ. Η. 143, Ψ. 416· στενωπότεραι αἱ διέξοδοι τροφῆς Ἱππ. 355. 30· στειν. [[πόντος]] Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1191· στειν. παλάμαι Ἐμπεδ. 36· ἐν οὕτω στενωπῷ, ἐν θέσει τοσοῦτον στενῇ, Διοδ. Ἐκλογ. σ. 516. 45. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὡς οὐσιαστ., στενωπὸς (ἐξυπακ. ὁδός), ἡ, στενὴ [[δίοδος]], [[πέραμα]], [[πορθμός]], ἐπὶ τοῦ πορθμοῦ τῆς Μεσσήνης, στεινωπὸν ἐπλέομεν Ὀδ. Μ. 234· στενωποῦ πλησίον θαλασσίου Αἰσχύλ. Πρ. 364· στ. ἁλὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 333, πρβλ. 549· ([[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ Ἑλλησπόντου, στ. [[ὕδωρ]] Ἕλλης Διον. Π. 515)· στενὴ [[δίοδος]] μεταξὺ ὀρέων, «δερβένι», Σοφ. Ο. Τ. 1399, Ἀρρ. Ἀν. 6. 22, κτλ.· στενὴ ὁδός, δρομίσκος ἐν τῇ πόλει, Λατ. angiportus, Φερεκρ. ἐν “Μεταλλεῦσιν” 1. 4, Νικόστρ. ἐν «Συρ.» 1, Διόδ. 12. 10, Παυσ. 5. 15, 2· στ. Ἅιδου, ἡ στενὴ [[εἴσοδος]] τοῦ Ἅιδου, παρ’ Οὐεργιλ. fauces, Σοφ. Ἀποσπ. 716· ἐπὶ τῶν αἱματηφόρων ἀγγείων, Πλάτ. Τίμ. 70Β. Ὁ Λουκ. ἐν Νιγρ. 22 ἔχει ἀρσ.· καὶ στενωπὴ δὲ [[ὡσαύτως]] μνημονεύεται, ἴδε ἐν λέξ. ἀνωτ.
}}
}}

Revision as of 11:39, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενωπός Medium diacritics: στενωπός Low diacritics: στενωπός Capitals: ΣΤΕΝΩΠΟΣ
Transliteration A: stenōpós Transliteration B: stenōpos Transliteration C: stenopos Beta Code: stenwpo/s

English (LSJ)

Ion. and Ep. στεινωπός, όν, (στενός, ὀπή)

   A narrow, στεινωπὸς ὁδός Il.7.143, 23.416; στενωπότεραι αἱ διέξοδοι τροφῆς Hp.Vict.2.40; πόντος στειν. A.R.2.1191; στειν. παλάμαι Emp.2; ἐν οὕτω στενωπῷ in so narrow a space, D.S.31.9 codd. Phot.    II mostly as Subst., στενωπός, ὁ (στενωπή, ἡ, Plu.Prov.1.61), narrow passage, strait, of the straits of Messina, στεινωπὸν ἀνεπλέομεν Od.12.234; στενωποῦ πλησίον θαλασσίου A.Pr.366; σ. ἁλός A.R.2.333, cf. 549 (so, of the Hellespont, σ. ὕδωρ Ἕλλης D.P.515); mountain-pass, defile, S.OT1399; lane, alley, Pherecr.108.4, Nicostr. Com.24, Thphr.Vent.29, D.S.12.10, Paus.5.15.2; σ. Ἅιδου the narrow entrance to Hades, S.Fr.832; of the blood-vessels, Pl.Ti.70b.

German (Pape)

[Seite 936] mit enger Oeffnung, eng; bes. mit und ohne ὁδός, auch ἡ στενωπή, s. Lob. Phryn. 106 u. vgl. στεινωπός, enger Weg, Engpaß; κεῖται στενωποῦ πλησίον θαλασσίου, Meerenge, Aesch. Prom. 364, wie στενωπὸς ἐν τριπλαῖς ὁδοῖς Soph. O. R. 1399; vgl. Ap. Rh. 2, 333; Plat. Tim. 70 b; Arr. An. 6, 22; überh. enge Straße, Gasse; Stadtviertel; ein von Häusern eingeschlossener Raum, Luc. Nigr. 22; κώμας τοὺς στενωποὺς ἐκάλουν Hermogen. progymn 7; vgl. D. Sic. 12, 10.

Greek (Liddell-Scott)

στενωπός: Ἰων. καὶ Ἐπικ. στεινωπός, όν· (στενός, ὤψ)· - ὁ φαινόμενος στενός, περιωρισμένος, δύσκολος, στενωπὸς ὁδὸς Ἰλ. Η. 143, Ψ. 416· στενωπότεραι αἱ διέξοδοι τροφῆς Ἱππ. 355. 30· στειν. πόντος Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1191· στειν. παλάμαι Ἐμπεδ. 36· ἐν οὕτω στενωπῷ, ἐν θέσει τοσοῦτον στενῇ, Διοδ. Ἐκλογ. σ. 516. 45. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὡς οὐσιαστ., στενωπὸς (ἐξυπακ. ὁδός), ἡ, στενὴ δίοδος, πέραμα, πορθμός, ἐπὶ τοῦ πορθμοῦ τῆς Μεσσήνης, στεινωπὸν ἐπλέομεν Ὀδ. Μ. 234· στενωποῦ πλησίον θαλασσίου Αἰσχύλ. Πρ. 364· στ. ἁλὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 333, πρβλ. 549· (οὕτως ἐπὶ τοῦ Ἑλλησπόντου, στ. ὕδωρ Ἕλλης Διον. Π. 515)· στενὴ δίοδος μεταξὺ ὀρέων, «δερβένι», Σοφ. Ο. Τ. 1399, Ἀρρ. Ἀν. 6. 22, κτλ.· στενὴ ὁδός, δρομίσκος ἐν τῇ πόλει, Λατ. angiportus, Φερεκρ. ἐν “Μεταλλεῦσιν” 1. 4, Νικόστρ. ἐν «Συρ.» 1, Διόδ. 12. 10, Παυσ. 5. 15, 2· στ. Ἅιδου, ἡ στενὴ εἴσοδος τοῦ Ἅιδου, παρ’ Οὐεργιλ. fauces, Σοφ. Ἀποσπ. 716· ἐπὶ τῶν αἱματηφόρων ἀγγείων, Πλάτ. Τίμ. 70Β. Ὁ Λουκ. ἐν Νιγρ. 22 ἔχει ἀρσ.· καὶ στενωπὴ δὲ ὡσαύτως μνημονεύεται, ἴδε ἐν λέξ. ἀνωτ.