ἀλγίων: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(13_6b) |
(6_19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0090.png Seite 90]] ον, compar., u. ἄλγιστος, η, ον, superl. zu [[ἀλγεινός]]; Ham. superl. einmal, Iliad. 23, 655 ἥ τ' ἀλγίστη δαμάσασθαι, am schwersten zu bändigen; compar. sechsmal, überall in der Form ἄλγιον neutr. nom., homerisch = posit., Iliad. 18, 278 τῷ δ' ἄλγιον, αἴ κ' ἐθέλῃσιν περὶ τείχεος [[ἄμμι]] μάχεσθαι, es wird ihm schwer werden, 306 ἄλγιον, αἴ κ' ἐθέλῃσι, τῷ ἔσσεται; Od. 17, 14 ἄλγιον αὐτῷ ἔσσεται, das wird schlimm für ihn sein; 19, 822 τῷ δ' ἄλγισν ὅς κεν ἐκείνων τοῦτον ἀνιάζῃ, dem wird es schlecht ergehen; 4, 292. 16, 147 ἄλγιον Satz = das ist schlimm; – Tragg. u. sp. D.; Isocr. 10, 34 τίγάρ ἐστιν ἄλγιον; | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0090.png Seite 90]] ον, compar., u. ἄλγιστος, η, ον, superl. zu [[ἀλγεινός]]; Ham. superl. einmal, Iliad. 23, 655 ἥ τ' ἀλγίστη δαμάσασθαι, am schwersten zu bändigen; compar. sechsmal, überall in der Form ἄλγιον neutr. nom., homerisch = posit., Iliad. 18, 278 τῷ δ' ἄλγιον, αἴ κ' ἐθέλῃσιν περὶ τείχεος [[ἄμμι]] μάχεσθαι, es wird ihm schwer werden, 306 ἄλγιον, αἴ κ' ἐθέλῃσι, τῷ ἔσσεται; Od. 17, 14 ἄλγιον αὐτῷ ἔσσεται, das wird schlimm für ihn sein; 19, 822 τῷ δ' ἄλγισν ὅς κεν ἐκείνων τοῦτον ἀνιάζῃ, dem wird es schlecht ergehen; 4, 292. 16, 147 ἄλγιον Satz = das ist schlimm; – Tragg. u. sp. D.; Isocr. 10, 34 τίγάρ ἐστιν ἄλγιον; | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀλγίων''': -ον· ἄλγιστος, η, ον, ἀνώμαλ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ [[ἀλγεινός]], ἐσχηματισμένα ἐκ τοῦ οὐσιαστ. [[ἄλγος]] (ὡς [[καλλίων]], -ιστος ἐκ τοῦ [[κάλλος]], [[αἰσχίων]], -ιστος ἐκ τοῦ [[αἶσχος]]), = Ἀλγεινότερος, ἀλγεινότατος. Τοῦ συγκριτ. ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον τὸ οὐδέτερον ἄλγιον [[μετὰ]] τῆς σημασ.: τόσῳ τὸ χειρότερον, τόσῳ τὸ δυσκολώτερον, τῷ δ’ ἄλγιον, αἴκ’ ἐθέλῃσιν ... [[ἄμμι]] μάχεσθαι, Ἰλ. Σ. 278· πρβλ. 306, Ὀδ. Δ. 292: Τὸ δὲ ὑπερθετικὸν μεταχειρίζεται μόνον ἐν Ἰλ. Ψ. 655· ἥ τ’ ἀλγίστη δαμάσασθαι (περὶ ἡμιόνου): - ἀλλ’ ἀμφότερα [[εἶναι]] κοινὰ παρ’ Ἀττ., ὡς [[ἀλγίων]], Αἰσχύλ. Πρ. 934, Σοφ. Ἀντ. 64, ἄλγιστος· ὁ αὐτ. Ο. Τ.675, κτλ.· πρβλ. ἀλγεινὸς ἐν τέλ. [παρ’ Ὁμ. ἄλγιον, ἀλλὰ ῑ [[πάντοτε]] παρ’ Ἀττ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:41, 5 August 2017
English (LSJ)
ον, ἄλγιστος, η, ον, irreg. Comp. and Sup. of ἀλγεινός, formed fr. Subst. ἄλγος (cf. καλλίων, αἰσχίων): —
A more or most painful, grievous, or distressing: — of Comp., Hom. has only neut. ἄλγιον, in signf. so much the worse, τῷ δ' ἄλγιον, αἴ κ' ἐθέλῃσιν . . ἄμμι μάχεσθαι Il.18.278, cf. 306, Od.4.292: Sup. only in Il.23.655 ἥτ' ἀλγίστη δαμάσασθαι (of a mule).— Both are common in Trag., as ἀλγίων A.Pr.934, S.Ant.64; ἄλγιστος Id.OT 675, etc. [-ῐον Hom., -ῑον Trag.]
German (Pape)
[Seite 90] ον, compar., u. ἄλγιστος, η, ον, superl. zu ἀλγεινός; Ham. superl. einmal, Iliad. 23, 655 ἥ τ' ἀλγίστη δαμάσασθαι, am schwersten zu bändigen; compar. sechsmal, überall in der Form ἄλγιον neutr. nom., homerisch = posit., Iliad. 18, 278 τῷ δ' ἄλγιον, αἴ κ' ἐθέλῃσιν περὶ τείχεος ἄμμι μάχεσθαι, es wird ihm schwer werden, 306 ἄλγιον, αἴ κ' ἐθέλῃσι, τῷ ἔσσεται; Od. 17, 14 ἄλγιον αὐτῷ ἔσσεται, das wird schlimm für ihn sein; 19, 822 τῷ δ' ἄλγισν ὅς κεν ἐκείνων τοῦτον ἀνιάζῃ, dem wird es schlecht ergehen; 4, 292. 16, 147 ἄλγιον Satz = das ist schlimm; – Tragg. u. sp. D.; Isocr. 10, 34 τίγάρ ἐστιν ἄλγιον;
Greek (Liddell-Scott)
ἀλγίων: -ον· ἄλγιστος, η, ον, ἀνώμαλ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ ἀλγεινός, ἐσχηματισμένα ἐκ τοῦ οὐσιαστ. ἄλγος (ὡς καλλίων, -ιστος ἐκ τοῦ κάλλος, αἰσχίων, -ιστος ἐκ τοῦ αἶσχος), = Ἀλγεινότερος, ἀλγεινότατος. Τοῦ συγκριτ. ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον τὸ οὐδέτερον ἄλγιον μετὰ τῆς σημασ.: τόσῳ τὸ χειρότερον, τόσῳ τὸ δυσκολώτερον, τῷ δ’ ἄλγιον, αἴκ’ ἐθέλῃσιν ... ἄμμι μάχεσθαι, Ἰλ. Σ. 278· πρβλ. 306, Ὀδ. Δ. 292: Τὸ δὲ ὑπερθετικὸν μεταχειρίζεται μόνον ἐν Ἰλ. Ψ. 655· ἥ τ’ ἀλγίστη δαμάσασθαι (περὶ ἡμιόνου): - ἀλλ’ ἀμφότερα εἶναι κοινὰ παρ’ Ἀττ., ὡς ἀλγίων, Αἰσχύλ. Πρ. 934, Σοφ. Ἀντ. 64, ἄλγιστος· ὁ αὐτ. Ο. Τ.675, κτλ.· πρβλ. ἀλγεινὸς ἐν τέλ. [παρ’ Ὁμ. ἄλγιον, ἀλλὰ ῑ πάντοτε παρ’ Ἀττ.].