δαρδάπτω: Difference between revisions
ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δαρδάπτω''': ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[δάπτω]], ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, Ἰλ. Λ. 479, κτλ.· κτήματα, χρήματα δαρδάπτουσιν, κατατρώγουσι τὴν πατρικὴν περιουσίαν τινός, Ὀδ. Ξ. 92, πρβλ. Π. 315· [[ὡσαύτως]] ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 711, Βατρ. 66. | |lstext='''δαρδάπτω''': ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[δάπτω]], ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, Ἰλ. Λ. 479, κτλ.· κτήματα, χρήματα δαρδάπτουσιν, κατατρώγουσι τὴν πατρικὴν περιουσίαν τινός, Ὀδ. Ξ. 92, πρβλ. Π. 315· [[ὡσαύτως]] ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 711, Βατρ. 66. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=déchirer ; dévorer <i>au pr. et au fig.</i><br />'''Étymologie:''' cf. [[δάπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:42, 9 August 2017
English (LSJ)
aor. subj.
A δαρδάψῃ Opp.H.4.628; inf. δαρδάψαι, Hsch.: pf. δεδάρδαφα, Id.:—devour, of wild beasts, Il.11.479, Hp.Ep.17, etc.; κτήματα, χρήματα δαρδάπτουσιν, they devour one's patrimony, Od.14.92, 16.315, cf. Ar.Nu.711; δ. με πόθος Εὐριπίδου Id.Ra.66: in late Prose, Luc.Nec.14. (Perh. dissim. from *δαρ-δṛπτω, cf. δρέπω.)
German (Pape)
[Seite 523] zerreißen; reduplicirte Nebenform von δάπτω, vgl. ἀταρτηρός ἀτηρός. Bei Homer dreimal, in der Form δαρδάπτουσιν: Iliad. 11, 479 ὠμοφάγοι μιν (ἔλαφον) θῶες ἐν οὔρεσι δαρδάπτουσιν; ματα (κτήματα) δαρδάπτουσιν ὑπέρβιον, οὐδ' ἔπι φειδώ. – Folgende: τὰς πλευρὰς δαρδάπτουσιν Ar. Nub. 711; übertr., τοι ουτοσὶ πόθος Εὐριπ ίδου με δαρδ. Ran. 66; auch sp. D., wie Strat. 62 (XII, 220). – Hesych. hat das perf. δεδάρδαφε.
Greek (Liddell-Scott)
δαρδάπτω: ἐκτεταμένος τύπος τοῦ δάπτω, ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, Ἰλ. Λ. 479, κτλ.· κτήματα, χρήματα δαρδάπτουσιν, κατατρώγουσι τὴν πατρικὴν περιουσίαν τινός, Ὀδ. Ξ. 92, πρβλ. Π. 315· ὡσαύτως ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 711, Βατρ. 66.
French (Bailly abrégé)
déchirer ; dévorer au pr. et au fig.
Étymologie: cf. δάπτω.