ἀποκληρόω: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκληρόω''': εκλέγω, [[λαμβάνω]] διὰ κλήρου, Ἡρόδ. 2. 3· ἀπ. ἕνα ἐκ δεκάδος ὁ αὐτ. 3. 25· ἀπὸ πάντων τῶν λόχων Θουκ. 4. 8· ἐν Ἀθήναις, [[ἐκλέγω]] διὰ κλήρου εἰς [[ἀξίωμα]], ὁ αὐτὸς 8. 70, Ἀνδοκ. 11. 19· σιτοφύλακας ἀπ. Λυσ. 165. 35· καὶ ἐν τῷ παθητ. ἐκλέγομαι διὰ κλήρου, Δημ. 778. 4, Χρον. Παρ. ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 2374. 16: ― Μέσ., πολὺ ὅμοιον τῷ ἐνεργ., Φίλων 2. 208, Πλούτ. 2. 826Ε. 2) [[διανέμω]] ἢ [[ἀπονέμω]] διὰ κλήρου, χώραν τινὶ Πλούτ. Καῖσ. 51: ― Παθ., ἀπονέμομαι, [[πίπτω]] διὰ κλήρου εἰς τὸ μερίδιόν τινος, τινὶ Λουκ. π. τ. Μισθ. Συνόντ. 32, Φίλων 2. 577: ― [[ὡσαύτως]], [[ἀπονέμω]] εἴς τινα, ἀποδίδω, τι Φίλων 1. 214. ΙΙ. [[ἀποκλείω]] τοῦ δικαιώματος νὰ λάβῃ κλήρους δι’ [[ὑπούργημα]], Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 13, πρβλ. [[ἀπόκληρος]] ΙΙ.
|lstext='''ἀποκληρόω''': εκλέγω, [[λαμβάνω]] διὰ κλήρου, Ἡρόδ. 2. 3· ἀπ. ἕνα ἐκ δεκάδος ὁ αὐτ. 3. 25· ἀπὸ πάντων τῶν λόχων Θουκ. 4. 8· ἐν Ἀθήναις, [[ἐκλέγω]] διὰ κλήρου εἰς [[ἀξίωμα]], ὁ αὐτὸς 8. 70, Ἀνδοκ. 11. 19· σιτοφύλακας ἀπ. Λυσ. 165. 35· καὶ ἐν τῷ παθητ. ἐκλέγομαι διὰ κλήρου, Δημ. 778. 4, Χρον. Παρ. ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 2374. 16: ― Μέσ., πολὺ ὅμοιον τῷ ἐνεργ., Φίλων 2. 208, Πλούτ. 2. 826Ε. 2) [[διανέμω]] ἢ [[ἀπονέμω]] διὰ κλήρου, χώραν τινὶ Πλούτ. Καῖσ. 51: ― Παθ., ἀπονέμομαι, [[πίπτω]] διὰ κλήρου εἰς τὸ μερίδιόν τινος, τινὶ Λουκ. π. τ. Μισθ. Συνόντ. 32, Φίλων 2. 577: ― [[ὡσαύτως]], [[ἀπονέμω]] εἴς τινα, ἀποδίδω, τι Φίλων 1. 214. ΙΙ. [[ἀποκλείω]] τοῦ δικαιώματος νὰ λάβῃ κλήρους δι’ [[ὑπούργημα]], Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 13, πρβλ. [[ἀπόκληρος]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> choisir au sort, désigner par la voie du sort, acc.;<br /><b>2</b> distribuer <i>ou</i> assigner par la voie du sort : τινί [[τι]] qch à qqn;<br /><b>3</b> exclure d’un partage par la voie du sort.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κληρόω]].
}}
}}

Revision as of 19:13, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκληρόω Medium diacritics: ἀποκληρόω Low diacritics: αποκληρόω Capitals: ΑΠΟΚΛΗΡΟΩ
Transliteration A: apoklēróō Transliteration B: apoklēroō Transliteration C: apokliroo Beta Code: a)poklhro/w

English (LSJ)

   A choose by lot from a number, Hdt.2.32; ἀ. ἕνα ἐκ δεκάδος Id.3.25; ἀπὸ πάντων τῶν λόχων Th.4.8: at Athens, choose or elect by lot, πρυτάνεις Id.8.70, cf. And.1.82; σιτοφύλακας ἀ. Lys.22.16:—Pass., to be so chosen, D.25.27, Marm.Par.16: hence, choose at random, prob. in Phld.Rh.1.114S.:—Med., much like Act., Ph.2.508, Plu.2.826f.    2 allot, assign by lot, χώραν τινί Plu.Caes.51, cf. Hld.4.2:—Pass., to be allotted, fall to one's share, τινί Luc.Merc. Cond.32, Ph.2.577; have allotted to one, τι Ph.1.214.    II eliminate by lot, Arist.Pol.1298b26.

German (Pape)

[Seite 307] 1) durchs Loos wählen, βουλήν Thuc. 8, 70 Andoc. 1, 82; σιτοφύλακας Lys. 22, 16; Plat. Legg. VI, 763 e; Folgde. Pass., durchs Loos erwählt werden, Dem. 25. 27; τοῦτό σοι ἀποκεκλήρωται, das ist dir beschieden, Luc. Merc. cond. 32; auch = vertheilen, τινί τι Hel. – 2) vom Loosen ausschließen, Arist. Polit. 4, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκληρόω: εκλέγω, λαμβάνω διὰ κλήρου, Ἡρόδ. 2. 3· ἀπ. ἕνα ἐκ δεκάδος ὁ αὐτ. 3. 25· ἀπὸ πάντων τῶν λόχων Θουκ. 4. 8· ἐν Ἀθήναις, ἐκλέγω διὰ κλήρου εἰς ἀξίωμα, ὁ αὐτὸς 8. 70, Ἀνδοκ. 11. 19· σιτοφύλακας ἀπ. Λυσ. 165. 35· καὶ ἐν τῷ παθητ. ἐκλέγομαι διὰ κλήρου, Δημ. 778. 4, Χρον. Παρ. ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 2374. 16: ― Μέσ., πολὺ ὅμοιον τῷ ἐνεργ., Φίλων 2. 208, Πλούτ. 2. 826Ε. 2) διανέμωἀπονέμω διὰ κλήρου, χώραν τινὶ Πλούτ. Καῖσ. 51: ― Παθ., ἀπονέμομαι, πίπτω διὰ κλήρου εἰς τὸ μερίδιόν τινος, τινὶ Λουκ. π. τ. Μισθ. Συνόντ. 32, Φίλων 2. 577: ― ὡσαύτως, ἀπονέμω εἴς τινα, ἀποδίδω, τι Φίλων 1. 214. ΙΙ. ἀποκλείω τοῦ δικαιώματος νὰ λάβῃ κλήρους δι’ ὑπούργημα, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 13, πρβλ. ἀπόκληρος ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 choisir au sort, désigner par la voie du sort, acc.;
2 distribuer ou assigner par la voie du sort : τινί τι qch à qqn;
3 exclure d’un partage par la voie du sort.
Étymologie: ἀπό, κληρόω.