συναλείφω: Difference between revisions

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source
(6_13a)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνᾰλείφω''': μέλλ. -ψω, [[ἀλείφω]] [[ὁμοῦ]], [[ἀποκρύπτω]] δι’ ἐπιχρίσεως, [[ἐπιχρίω]]. τὰ φαῦλα Ἀριστ. Ρητορ. 2. 6, 8· γῆ [[ὑγρά]]..., ἐὰν ξηρανθῇ, ξ. τὸ [[σπέρμα]], καλύπτει αὐτὰ ὡς δι’ ἀλοιφῆς, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 23. 1. ― Παθ., τὰ μὲν ἄνω [τῆς γῆς] συνηλίφθαι διὰ τοὺς ὄμβρους, ἔχουσι συγκαλυφθῆ ὡς δι’ ἐπιχρίσματος, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 2. 2) παρὰ τοῖς γραμμ., [[συγχωνεύω]] δύο συλλαβὰς εἰς μίαν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22, κλπ.· ― Παθητ., συγχωνεύομαι εἰς μίαν συλλαβήν, ἐπὶ δύο συλλαβῶν, ὁ αὐτ. π. Δημοσθ. σ. 1070R· ἴδε [[συναλοιφή]]. ΙΙ. βοηθῶ τινὰ εἰς τὸ ἀλείφειν, [[συγχρίω]], τινὰ Πλουτ. Πομπ. 73, πρβλ. 2. 1094. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 282.
|lstext='''συνᾰλείφω''': μέλλ. -ψω, [[ἀλείφω]] [[ὁμοῦ]], [[ἀποκρύπτω]] δι’ ἐπιχρίσεως, [[ἐπιχρίω]]. τὰ φαῦλα Ἀριστ. Ρητορ. 2. 6, 8· γῆ [[ὑγρά]]..., ἐὰν ξηρανθῇ, ξ. τὸ [[σπέρμα]], καλύπτει αὐτὰ ὡς δι’ ἀλοιφῆς, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 23. 1. ― Παθ., τὰ μὲν ἄνω [τῆς γῆς] συνηλίφθαι διὰ τοὺς ὄμβρους, ἔχουσι συγκαλυφθῆ ὡς δι’ ἐπιχρίσματος, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 2. 2) παρὰ τοῖς γραμμ., [[συγχωνεύω]] δύο συλλαβὰς εἰς μίαν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22, κλπ.· ― Παθητ., συγχωνεύομαι εἰς μίαν συλλαβήν, ἐπὶ δύο συλλαβῶν, ὁ αὐτ. π. Δημοσθ. σ. 1070R· ἴδε [[συναλοιφή]]. ΙΙ. βοηθῶ τινὰ εἰς τὸ ἀλείφειν, [[συγχρίω]], τινὰ Πλουτ. Πομπ. 73, πρβλ. 2. 1094. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 282.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> aider à oindre <i>ou</i> à enduire;<br /><b>2</b> rendre cohérent <i>ou</i> visqueux, unir.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀλείφω]].
}}
}}

Revision as of 19:23, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναλείφω Medium diacritics: συναλείφω Low diacritics: συναλείφω Capitals: ΣΥΝΑΛΕΙΦΩ
Transliteration A: synaleíphō Transliteration B: synaleiphō Transliteration C: synaleifo Beta Code: sunalei/fw

English (LSJ)

   A clog up, γῆ ὑγρὰ... ἐὰν ξηρανθῇ, σ. τὸ σπέρμα Thphr.CP3.23.1:—Pass., τὰ μὲν ἄνω [τῆς γῆς] συναληλίφθαι διὰ τοὺς ὄμβρους have been clogged up, turned into impermeable clay, Arist.Mete.365a21; coalesce, -ομένων ἀλλήλοις τῶν περάτων Simp.in Ph.892.9, cf.931.17.    b anoint thoroughly, Sor.1.46, 64, al.; rub in thoroughly, Dsc.Eup.1.233.    c metaph., gloss over, whitewash, minimize, τἀγαθὰ μὲν ὑπερεπαινεῖν, τὰ δὲ φαῦλα συναλείφειν Arist.Rh.1383b33.    2 Gramm., unite two syllables into one, D.H.Comp.22, etc.:—Pass., coalesce, of two syllables, Id.Dem. 38; cf. συναλιφή.    II assist in anointing, τινα Plu.Pomp.73, cf. Phld.Vit.p.29J.

German (Pape)

[Seite 998] zusammenschmieren, -schmelzen, verwischen; τὰ ἀγαθὰ ὑπεραινεῖν, τὰ δὲ φαῦλα συναλείφειν, verbergen, Arist. rhet. 2, 6, 8; Sp. – Bei den Gramm. zwei Sylben in eine verschmelzen, und pass. von zwei Sylben, die in eine zusammenfließen, auch von der Elision.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰλείφω: μέλλ. -ψω, ἀλείφω ὁμοῦ, ἀποκρύπτω δι’ ἐπιχρίσεως, ἐπιχρίω. τὰ φαῦλα Ἀριστ. Ρητορ. 2. 6, 8· γῆ ὑγρά..., ἐὰν ξηρανθῇ, ξ. τὸ σπέρμα, καλύπτει αὐτὰ ὡς δι’ ἀλοιφῆς, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 23. 1. ― Παθ., τὰ μὲν ἄνω [τῆς γῆς] συνηλίφθαι διὰ τοὺς ὄμβρους, ἔχουσι συγκαλυφθῆ ὡς δι’ ἐπιχρίσματος, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 2. 2) παρὰ τοῖς γραμμ., συγχωνεύω δύο συλλαβὰς εἰς μίαν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22, κλπ.· ― Παθητ., συγχωνεύομαι εἰς μίαν συλλαβήν, ἐπὶ δύο συλλαβῶν, ὁ αὐτ. π. Δημοσθ. σ. 1070R· ἴδε συναλοιφή. ΙΙ. βοηθῶ τινὰ εἰς τὸ ἀλείφειν, συγχρίω, τινὰ Πλουτ. Πομπ. 73, πρβλ. 2. 1094. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 282.

French (Bailly abrégé)

1 aider à oindre ou à enduire;
2 rendre cohérent ou visqueux, unir.
Étymologie: σύν, ἀλείφω.