συναλοιφή
English (LSJ)
v. συναλιφή.
German (Pape)
[Seite 999] ἡ, Zusammenschmelzung, Vereinigung. Bes. bei den Gramm. die Vereinigung zweier Sylben in eine durch Synäresis, Krasis oder Elision; Draco p. 157 nimmt 7 Arten der συναλοιφή an.
Russian (Dvoretsky)
συνᾰλοιφή: ἡ грам. синалефа, стяжение слогов (вследствие элизии, красиса или синэресиса) Sext.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰλοιφή: ἡ, ἡ συγχώνευσις δύο συλλαβῶν εἰς μίαν διὰ συναιρέσεως ἢ κράσεως ἢ ἐκθλίψεως (ἴδε θλῖψις), Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6, 22, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 161· ὁ Δράκων σ. 157 ἀπαριθμεῖ ἑπτὰ εἴδη συναλοιφῆς· ὁ Εὐστ. 1561. 6 παραδέχεται μόνον κρᾶσιν καὶ συναίρεσιν· κατὰ συναλοιφὴν Στράβ. 370. 2) καθόλου, συνδυασμός, συγχώνευσις, τινὸς πρός τινα Ἐκκλ. ― παρὰ τοῖς μεταγεν. τούτοις συγγραφεῦσιν ὁ τύπος συναλιφὴ συχνάκις ἀπαντᾷ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και συναλιφή και συναλειφή και συναληφή ΜΑ συναλείφω
γραμμ. φωνολογική διαδικασία που οδηγεί στη σύζευξη δύο διαδοχικών φωνηέντων σε ένα, ώστε να αποφεύγεται η χασμωδία, με συναίρεση, με κράση ή με συνίζηση
μσν.-αρχ.
(για τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος) ταύτιση (α. «συναλοιφὴν καὶ σύγχυσιν τῶν ὅλων», Ευσ.
β. «αἱ δὲ τρεῖς υποστάσεις, μηδεμιᾱς επινοουμένης συναλοιφῆς ἢ ἀναλύσεως ἢ συγχύσεως», Γρηγ. Ναζ.)
αρχ.
1. (για φθόγγους και γράμματα) η εκφορά σε ενιαίο, συναπτό φθόγγο, π.χ. κς > ξ
2. (για λέξεις) η ένωση κατά παράθεση
3. η νουμηνία.
Wikipedia EN
A synalepha or synaloepha /ˌsɪnəˈliːfə/ is the merging of two syllables into one, especially when it causes two words to be pronounced as one. The original meaning in Ancient Greek is more general than modern usage and includes coalescence of vowels within a word. Similarly, synalepha most often refers to elision (as in English contraction), but it can also refer to coalescence by other metaplasms: synizesis, synaeresis or crasis.
Translations
br: sinalefa; ca: sinalefa; de: synaloiphe; en: synalepha; eo: sinalefo; es: sinalefa; eu: sinalefa; fr: synalèphe; it: sinalefe; nl: synalephe; no: synaløyfe; pt: sinalefa