διακόπτω: Difference between revisions
οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διακόπτω''': [[κόπτω]] εἰς δύο, [[κόπτω]] διὰ μέσου, «[[πέρα]] καὶ [[πέρα]]», διὰ δέρην ἔκοψε μέσσην ἀνακρ. 80· ἀκολούθως παρὰ Θουκ. 2. 4, Ἀν. 7. 1, 17, κτλ. - Παθ., [[λαμβάνω]] πληγὴν βαθεῖαν, Ἱππ. Ἀφ. 1257, Πολύβ. 2. 30, 7. 2) διασπῶ τὴν γραμμὴν τοῦ ἐχθροῦ, δ. τάξιν Ξεν. Ἀν. 1. 8, 10· τὴν φάλαγγα, τοὺς πολεμίους Πλούτ. Πύρρ. 7, κτλ.· - καὶ ἀπολύτως, [[διέρχομαι]] διὰ μέσου τῶν τάξεων τοῦ ἐχθροῦ, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 23, κτλ.· δ. πρὸς τὰς εἰσόδους ὁ αὐτ. Κύρ. 3. 3, 66· [[οὕτως]] ἐπὶ βέλους, διατρυπῶ, διαρρηγνύω, δ. [[ἄχρι]] τοῦ διελθεῖν Λουκ. Νιγρ. 37. 3) [[διακόπτω]], σταματῶ, τὴν περίοδον Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 4· δ. τὰς διαλύσεις Πολύβ. 1. 69, 5· [[ὕπνον]] Αἰλ. π. Ζ. 3. 37. 4) χαράττω κιβδήλως, ἐπὶ νομισμάτων, ὡς τὸ [[παρακόπτω]], παρὰ Σουΐδ. | |lstext='''διακόπτω''': [[κόπτω]] εἰς δύο, [[κόπτω]] διὰ μέσου, «[[πέρα]] καὶ [[πέρα]]», διὰ δέρην ἔκοψε μέσσην ἀνακρ. 80· ἀκολούθως παρὰ Θουκ. 2. 4, Ἀν. 7. 1, 17, κτλ. - Παθ., [[λαμβάνω]] πληγὴν βαθεῖαν, Ἱππ. Ἀφ. 1257, Πολύβ. 2. 30, 7. 2) διασπῶ τὴν γραμμὴν τοῦ ἐχθροῦ, δ. τάξιν Ξεν. Ἀν. 1. 8, 10· τὴν φάλαγγα, τοὺς πολεμίους Πλούτ. Πύρρ. 7, κτλ.· - καὶ ἀπολύτως, [[διέρχομαι]] διὰ μέσου τῶν τάξεων τοῦ ἐχθροῦ, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 23, κτλ.· δ. πρὸς τὰς εἰσόδους ὁ αὐτ. Κύρ. 3. 3, 66· [[οὕτως]] ἐπὶ βέλους, διατρυπῶ, διαρρηγνύω, δ. [[ἄχρι]] τοῦ διελθεῖν Λουκ. Νιγρ. 37. 3) [[διακόπτω]], σταματῶ, τὴν περίοδον Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 4· δ. τὰς διαλύσεις Πολύβ. 1. 69, 5· [[ὕπνον]] Αἰλ. π. Ζ. 3. 37. 4) χαράττω κιβδήλως, ἐπὶ νομισμάτων, ὡς τὸ [[παρακόπτω]], παρὰ Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> couper profondément;<br /><b>2</b> couper en deux : τάξιν XÉN, φάλαγγα PLUT une ligne de soldats ; <i>abs.</i> rompre la ligne ennemie;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> briser, rompre ; <i>fig.</i> δ. ὕπνον ÉL interrompre le sommeil ; διέκοπτε γὰρ αὐτούς PLUT car (la guerre) forçait d’éparpiller les troupes.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κόπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 9 August 2017
English (LSJ)
A cut in two, cut through, διὰ δέρην ἔκοψε μέσσην Anacr.80, cf. Th.2.4, X.An.7.1.17, etc.; χῶμα Wilcken Chr.11 B6 (ii B.C.); ἰσθμόν Str.1.3.18; gash, σκέλος Men.Georg.48:—Pass., receive a gash, Hp.Aph.6.18, al., Plb.2.30.7; so διακέκοπται of base coin which had a hole drilled in it, Suid. 2 break through the enemy's line, δ. τάξιν X.An.1.8.10; τὴν φάλαγγα Plu.Pyrrh.7; τεῖχος Aen. Tact.32.7: abs., break through the enemy's line, X.HG7.5.23, etc.; διακεκοφότας πρὸς τὰς εἰσόδους Id.Cyr.3.3.66; so, of a weapon, δ. ἄχρι τοῦ διελθεῖν Luc.Nigr.37: metaph. of a remedy, have decisive effect, SIG1170.16 (Epid.). 3 break off, interrupt, τὴν περίοδον Arist.Rh.1409b9 (Pass.); δ. τὰς διαλύσεις Plb.1.69.5; συνθήκας Id.18.42.3; ἑορτήν, ῥῆσιν, Luc.Lex.11, Dom.14; ὕπνον Ael.NA3.37:— Pass., of the pulse, Gal.8.459; also, to be checked, τὰ πρὸς ἑταίρας δ. σωφρονισμοῖς Plu.2.712c; διακέκομμαι τὸ στόμα I am struck dumb, Men.Sam.334. 4 refute, in Pass., Phld.Sign.11.
Greek (Liddell-Scott)
διακόπτω: κόπτω εἰς δύο, κόπτω διὰ μέσου, «πέρα καὶ πέρα», διὰ δέρην ἔκοψε μέσσην ἀνακρ. 80· ἀκολούθως παρὰ Θουκ. 2. 4, Ἀν. 7. 1, 17, κτλ. - Παθ., λαμβάνω πληγὴν βαθεῖαν, Ἱππ. Ἀφ. 1257, Πολύβ. 2. 30, 7. 2) διασπῶ τὴν γραμμὴν τοῦ ἐχθροῦ, δ. τάξιν Ξεν. Ἀν. 1. 8, 10· τὴν φάλαγγα, τοὺς πολεμίους Πλούτ. Πύρρ. 7, κτλ.· - καὶ ἀπολύτως, διέρχομαι διὰ μέσου τῶν τάξεων τοῦ ἐχθροῦ, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 23, κτλ.· δ. πρὸς τὰς εἰσόδους ὁ αὐτ. Κύρ. 3. 3, 66· οὕτως ἐπὶ βέλους, διατρυπῶ, διαρρηγνύω, δ. ἄχρι τοῦ διελθεῖν Λουκ. Νιγρ. 37. 3) διακόπτω, σταματῶ, τὴν περίοδον Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 4· δ. τὰς διαλύσεις Πολύβ. 1. 69, 5· ὕπνον Αἰλ. π. Ζ. 3. 37. 4) χαράττω κιβδήλως, ἐπὶ νομισμάτων, ὡς τὸ παρακόπτω, παρὰ Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
1 couper profondément;
2 couper en deux : τάξιν XÉN, φάλαγγα PLUT une ligne de soldats ; abs. rompre la ligne ennemie;
3 p. ext. briser, rompre ; fig. δ. ὕπνον ÉL interrompre le sommeil ; διέκοπτε γὰρ αὐτούς PLUT car (la guerre) forçait d’éparpiller les troupes.
Étymologie: διά, κόπτω.