μύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μύλαξ''': [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ([[μύλη]]) μυλόπετρα, πᾶς [[μέγας]] καὶ [[στρογγύλος]] [[λίθος]], Ἰλ. Μ. 161, Ἀνθ. Π. 9. 418, 546· ― [[ἐντεῦθεν]] μύλακροι, οἱ, οἱ γόμφιοι ὀδόντες, οἱ μυλῖται, Λατ. dentes molares, Ἡσύχ.· Λατ. molucrum, παρὰ τῷ Fest., μυλόπετρα.
|lstext='''μύλαξ''': [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ([[μύλη]]) μυλόπετρα, πᾶς [[μέγας]] καὶ [[στρογγύλος]] [[λίθος]], Ἰλ. Μ. 161, Ἀνθ. Π. 9. 418, 546· ― [[ἐντεῦθεν]] μύλακροι, οἱ, οἱ γόμφιοι ὀδόντες, οἱ μυλῖται, Λατ. dentes molares, Ἡσύχ.· Λατ. molucrum, παρὰ τῷ Fest., μυλόπετρα.
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />pierre meulière ; grosse pierre, roche.<br />'''Étymologie:''' [[μύλη]].
}}
}}

Revision as of 19:25, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλαξ Medium diacritics: μύλαξ Low diacritics: μύλαξ Capitals: ΜΥΛΑΞ
Transliteration A: mýlax Transliteration B: mylax Transliteration C: mylaks Beta Code: mu/lac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ,

   A millstone, any large round stone, Il.12.161, AP9.418 (Antip.), 546 (Antiphil.), Opp.C.3.137.

German (Pape)

[Seite 217] ακος, ὁ, der Mühlstein, übh. ein großer runder Stein, κόρυθες βαλλόμεναι μυλάκεσσι, Il. 12, 161; Opp. Cyn. 3, 137; πῦρ ἐκ μυλάκων βεβιημένον, Antiphil. 44 (IX, 546).

Greek (Liddell-Scott)

μύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, (μύλη) μυλόπετρα, πᾶς μέγας καὶ στρογγύλος λίθος, Ἰλ. Μ. 161, Ἀνθ. Π. 9. 418, 546· ― ἐντεῦθεν μύλακροι, οἱ, οἱ γόμφιοι ὀδόντες, οἱ μυλῖται, Λατ. dentes molares, Ἡσύχ.· Λατ. molucrum, παρὰ τῷ Fest., μυλόπετρα.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
pierre meulière ; grosse pierre, roche.
Étymologie: μύλη.