εὔξεστος: Difference between revisions
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔξεστος''': Ἐπικ. ἐΰξεστος, η, ον, [[ἀλλά]], ος, ον, Ὀδ. Ο. 333: (ξέω): - [[καλῶς]] ἐξεσμένος, ὡς τὸ [[εὔξοος]], ἐπὶ τῆς ἐργασίας τέκτονος, [[ῥυμός]], [[ἀπήνη]], [[φάτνη]] Ἰλ. Ω. 271, 275, 280˙ χηλὸς Ὀδ. Ν. 10˙ ἄκοντες Ξ. 225˙ - τὸ εὔξεστον Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27. - Ἴδε Κόντου Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 559, δ΄. | |lstext='''εὔξεστος''': Ἐπικ. ἐΰξεστος, η, ον, [[ἀλλά]], ος, ον, Ὀδ. Ο. 333: (ξέω): - [[καλῶς]] ἐξεσμένος, ὡς τὸ [[εὔξοος]], ἐπὶ τῆς ἐργασίας τέκτονος, [[ῥυμός]], [[ἀπήνη]], [[φάτνη]] Ἰλ. Ω. 271, 275, 280˙ χηλὸς Ὀδ. Ν. 10˙ ἄκοντες Ξ. 225˙ - τὸ εὔξεστον Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27. - Ἴδε Κόντου Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 559, δ΄. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η <i>ou</i> ος, ον :<br />bien raclé, bien poli, <i>p. ext.</i> bien travaillé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ξέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
Ep. ἐΰξεστος, η, ον, but ος, ον Od. 15.333: (ξέω):—
A well-planed, well-polished, of carpenters' work, ῥυμός, ἀπήνη, φάτνη, Il.24.271, 275, 280; χηλός Od.13.10; ἄκοντες 14.225; τράπεζαι 15.333; τὸ εὔξεστον Luc.Hist.Conscr.27.
German (Pape)
[Seite 1084] ep. ἐΰξεστος, auch 3 Endgn, wohl geglättet, polirt, übh. sauber gearbeitet, von Holzarbeiten, oft bei Hom., Beiw. von ἀπήνη, Il. 24, 275, ῥυμός, 271, φάτνη, 280, Od. oft, χηλός, 13, 10, ἄκοντες, 14, 225; sp. D., σανίδες, Man. 6, 524; λάεσσιν ἐϋξέστοισιν Ep. ad. 375 a (IX, 688). – In Prosa Luc. Quom. hist. scrib. 27 τοῦ θεοποδίου τὸ εὔξεστον.
Greek (Liddell-Scott)
εὔξεστος: Ἐπικ. ἐΰξεστος, η, ον, ἀλλά, ος, ον, Ὀδ. Ο. 333: (ξέω): - καλῶς ἐξεσμένος, ὡς τὸ εὔξοος, ἐπὶ τῆς ἐργασίας τέκτονος, ῥυμός, ἀπήνη, φάτνη Ἰλ. Ω. 271, 275, 280˙ χηλὸς Ὀδ. Ν. 10˙ ἄκοντες Ξ. 225˙ - τὸ εὔξεστον Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27. - Ἴδε Κόντου Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 559, δ΄.
French (Bailly abrégé)
η ou ος, ον :
bien raclé, bien poli, p. ext. bien travaillé.
Étymologie: εὖ, ξέω.