ἐπιλογίζομαι: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιλογίζομαι''': μέλλ. Ἀττ. -λογῐοῦμαι, Πλάτ. Ἀξ. 365Β. ἀόρ. -ελογισάμην Ξεν., Δημ., -ελογίσθην Ἡρόδ.: πρκμ. -λελόγισμαι Διον. Ἁλ. 3. 15· Ἀποθ. Ἀναλογίζομαι, [[συμπεραίνω]], θεωρῶ, ὅτι.. Ἡρόδ. 7. 177, Δημ. 1090, ἐν τέλ.· οὐδὲν τοῦτο ἐπελογίσαντο, nullam hujus rei rationem habuerunt, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5. 16· πρβλ. [[ἐπιλογιστέον]]. ΙΙ. [[ἀπαγγέλλω]], [[λέγω]] τὸν ἐπίλογον, ὅτι [[ἔργον]] ῥήτορος, ὥς φησι Θεοδέκτης, προοιμιάσασθαι πρὸς εὔνοιαν, διηγήσασθαι πρὸς πιθανότητα... ἐπιλογίσασθαι πρὸς ὀργὴν ἢ ἔλεον Ἀριστ. Ἀποσπ. 123. | |lstext='''ἐπιλογίζομαι''': μέλλ. Ἀττ. -λογῐοῦμαι, Πλάτ. Ἀξ. 365Β. ἀόρ. -ελογισάμην Ξεν., Δημ., -ελογίσθην Ἡρόδ.: πρκμ. -λελόγισμαι Διον. Ἁλ. 3. 15· Ἀποθ. Ἀναλογίζομαι, [[συμπεραίνω]], θεωρῶ, ὅτι.. Ἡρόδ. 7. 177, Δημ. 1090, ἐν τέλ.· οὐδὲν τοῦτο ἐπελογίσαντο, nullam hujus rei rationem habuerunt, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5. 16· πρβλ. [[ἐπιλογιστέον]]. ΙΙ. [[ἀπαγγέλλω]], [[λέγω]] τὸν ἐπίλογον, ὅτι [[ἔργον]] ῥήτορος, ὥς φησι Θεοδέκτης, προοιμιάσασθαι πρὸς εὔνοιαν, διηγήσασθαι πρὸς πιθανότητα... ἐπιλογίσασθαι πρὸς ὀργὴν ἢ ἔλεον Ἀριστ. Ἀποσπ. 123. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἐπιλογίσομαι, <i>att.</i> ἐπιλογιοῦμαι, <i>ao.</i> ἐπελογισάμην <i>ou</i> ἐπελογίσθην;<br /><b>1</b> tenir compte de, considérer, acc.;<br /><b>2</b> penser à, réfléchir à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[λογίζομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
Att. fut.
A -λογῐοῦμαι Pl.Ax.365b: aor. -ελογισάμην X. (v. infr.), D. (v. infr.), -ελογίσθην Hdt. (v. infr.): pf. -λελόγισμαι D.H.3.15:— reckon over, conclude, consider, ὅτι . . Hdt.7.177, D.44.34, Pl. l.c., Phld.Sign.8,al.; τὰ ἄλλα ὀρθῶς ἐ. D.H.l.c.; take into account, οὐδὲν τοῦτο ἐπελογίσαντο X.HG7.5.16; οὐκ ἐπιλογίζεται τὸ τέταρτον, of the Egyptian year of 365 days, Procl.Hyp.3.56; ἐ. δείγμασιν οὐκ ἀμφιβόλοις Theol.Ar.33:—Pass., τὰ βουλαῖς -λογισθέντα Ph.1.428, cf. Phld.D.1.15. II. address the peroration, πρὸς ὀργὴν ἢ ἔλεον Theodect. ap.Rh.7.33 W.
German (Pape)
[Seite 958] dep. med., bei Her. aor. pass., überdenken, überlegen, berücksichtigen, ἐπιλογισθέντες ὅτι ἕξουσι Her. 7, 177; praes., Plat. Ax. 365 d; οὐδὲν τούτου ἐπελογίσαντο Xen. Hell. 7, 5, 16, sie kehrten sich nicht daran. – Dabei überlegen, τινί, Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλογίζομαι: μέλλ. Ἀττ. -λογῐοῦμαι, Πλάτ. Ἀξ. 365Β. ἀόρ. -ελογισάμην Ξεν., Δημ., -ελογίσθην Ἡρόδ.: πρκμ. -λελόγισμαι Διον. Ἁλ. 3. 15· Ἀποθ. Ἀναλογίζομαι, συμπεραίνω, θεωρῶ, ὅτι.. Ἡρόδ. 7. 177, Δημ. 1090, ἐν τέλ.· οὐδὲν τοῦτο ἐπελογίσαντο, nullam hujus rei rationem habuerunt, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5. 16· πρβλ. ἐπιλογιστέον. ΙΙ. ἀπαγγέλλω, λέγω τὸν ἐπίλογον, ὅτι ἔργον ῥήτορος, ὥς φησι Θεοδέκτης, προοιμιάσασθαι πρὸς εὔνοιαν, διηγήσασθαι πρὸς πιθανότητα... ἐπιλογίσασθαι πρὸς ὀργὴν ἢ ἔλεον Ἀριστ. Ἀποσπ. 123.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπιλογίσομαι, att. ἐπιλογιοῦμαι, ao. ἐπελογισάμην ou ἐπελογίσθην;
1 tenir compte de, considérer, acc.;
2 penser à, réfléchir à, τινι.
Étymologie: ἐπί, λογίζομαι.